Ο παραδοσιακός γάμος στη Δράμα

Γάμος

Προξενιό

Στα παλαιότερα χρόνια οι γάμοι γίνονταν με συνοικέσιο ή λαϊκότερα προξενιό και σπανιότερα ήταν αποτέλεσμα έρωτα. Οι νέοι στα χωριά γνωρίζονταν με τα κορίτσια συνήθως στις κυριακάτικες βόλτες, σε διάφορες κοινοτικές κοινωνικές διεργασίες, χορούς, γιορτές, πανηγύρια, γάμους και γλέντια ή τις δημόσιες βρύσες. Μετά τα πρώτα σκιρτήματα και χτυποκάρδια τους αναλάμβαναν οι προξενητάδες, έτσι ονόμαζαν αυτούς οι οποίοι αναλάμβαναν να διεξάγουν το έργο του διακανονισμού και των νυμφικών διαπραγματεύσεων, που τις περισσότερες φορές ήταν καλοπροαίρετοι συγγενείς ή γείτονες ή φίλοι του γαμπρού και δεν χρειάζονταν πολλά λόγια, επειδή όλοι γνώριζαν τα πάντα για τους υποψήφιους συζύγους: τα οικονομικά, τα οικογενειακά, τα προσόντα, ακόμα και τα κουσούρια τους.

Στην πρόταση γάμου, που πήγαιναν να κάνουν στο σπίτι μιας κοπέλας, κρατούσαν ένα μπουκάλι με ρακί, αλάτι και ένα κλωνάρι από πουρνάρι. Τους υποδέχονταν οι γονείς της μέλλουσας νύφης και ο προξενητής ή η προξενήτρα (αρχ. προμνήστρια), οι οποίοι προλόγιζαν και συντόνιζαν για τον σκοπό της επίσκεψης μέχρι την επίτευξη προκαταρκτικής συμφωνίας και περί των όρων του «συμβολαίου» για προίκα ή χρήμα (τράχωμα). Αν οι γονείς δέχονταν απαντούσαν: «Αφού το παιδί άρεσε το κορίτσι μας και το θέλει, εμείς ευχαρίστως το δίνουμε». Τότε έβγαζαν το μπουκάλι με τη ρακί για να κεράσουν, και μετά έριχναν στου τζακιού τη φωτιά το αλάτι και τα πουρνάρια και έλεγαν διάφορες ευχές. Και επειδή έκαναν κρότο έλεγαν ότι θα ζήσουν ευτυχισμένοι. Όταν οι προξενητάδες έφευγαν από το σπίτι, η κοπέλα τους έδινε διάφορα δώρα, κυρίως μαντήλια και κάλτσες για ανταλλαγή με άλλα δώρα εκ μέρους του νέου (μαντήλι, φλουρί, άνθη, ζαχαρωτά κ.α.) ως «σημάδια».

Και όταν οι γονείς δεν αποδέχονταν την πρόταση, τότε απαντούσαν με τη φράση, για να μην τους στεναχωρήσουν: «Καλό είναι το παιδί αλλά ύστερα από δύο-τρία χρόνια γιατί το κορίτσι μας είναι ακόμα μικρό». Έτσι ο υποψήφιος γαμπρός που περίμενε στο σπίτι του είχε μεγάλη αγωνία μέχρι να αποφασίσει η οικογένεια αν θα του δώσουν το κορίτσι τους ή όχι.

Οι γονείς πάντως προτιμούσαν τους εγχώριους ως συζύγους («παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο» - ρητό Ησίοδου), παρά να στέλνουν τις θυγατέρες τους στα «ξένα», που πολλές φορές απείχαν μόνο λίγες ώρες και να μην παίρνουν νύφες από τα «ξένα».

Αρραβώνας

Το πρώτο Σάββατο βράδυ ή την Κυριακή μετά το «λόγο» γίνεται ο αρραβώνας όπου συμμετέχουν οι συμπέθεροι. Την παραμονή η οικογένεια της νύφης έστελνε παιδιά στα σπίτια των στενών συγγενών για να τους προσκαλέσουν.

Την ημέρα του αρραβώνα έφταναν οι καλεσμένοι και τελευταίοι οι γονείς του γαμπρού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο γαμπρός δεν πήγαινε στον αρραβώνα, αλλά παρέμενε στο πατρικό του σπίτι. Στη συνέχεια μια φίλη της νύφης μοίραζε λουλούδια και η νύφη φιλούσε τα χέρια όλων κι αυτοί της έδιναν χρήματα λέγοντας την ευχή «καλά στέφανα».

Έπειτα οι γονείς του γαμπρού καθόριζαν τη μέρα του γάμου σε 3 έως 8 μήνες μετά τον αρραβώνα και γίνονταν η ανταλλαγή των δώρων. Τα δώρα για την νύφη ήταν ένα δαχτυλίδι, φλουριά για το λαιμό, σκουλαρίκια, τσεμπέρια, κάλτσες και παντόφλες. Τα δώρα για τον γαμπρό ήταν ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα πουκάμισο και μια χρυσή «βρακοζώνα». Την ώρα που ανταλλάζανε τα δώρα έλεγαν την παρακάτω ευχή: «Να μας ζήσουν και να έχουν καλή αγάπη». Ο γαμπρός πήγαινε να δει τη νύφη μετά από 7 μέρες και της πήγαινε δώρα. Τέλος η νύφη σ’ όλο το διάστημα του αρραβώνα δεν πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού, μόνο σε γιορτές. Σ’ όλο το διάστημα του αρραβώνα η νύφη με τους δικούς της ετοίμαζαν τα προικιά, που τα τοποθετούσαν μέσα σε σεντούκια.

Προίκα

Εφόσον είχε προηγηθεί η γνωριμία και η συζήτηση στο προξενιό και τον αρραβώνα κατέληγε στην πρώτη επίσημη συμφωνία για την προίκα και επικυρωνόταν με το προικοσύμφωνο. Τις περισσότερες φορές ήταν γραπτή και περιελάμβανε αναλυτικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έδινε ο πατέρας στην κόρη του, αλλά και αυτά που έδινε η μητέρα, τα οποία ήταν πράγματα που αφορούσαν κυρίως τη λειτουργία του σπιτιού. Μέρος της προίκας αποτελούσαν τα κτήματα, ζώα, λύρες, περιδέραια και λοιπά κοσμήματα, ρουχισμός, εξοπλισμός του σπιτιού έπιπλα, σκεύη και άλλα κινητά πράγματα. Στο προικοσύμφωνο επίσης αναγράφονταν και τα περιουσιακά στοιχεία που έταζε ο πατέρας του γαμπρού να δώσει στο γιο του.

Χωρίς προίκα γάμος δε γινόταν. Η προίκα πολλές φορές ήταν η αιτία να γίνει ένας γάμος, αλλά και να χαλάσει. Έτσι εξελισσόταν ο θεσμός που ατόνησε για την ακίνητη περιουσία, που θεωρούνταν ιερή, και που τελικά δεν την έδιναν εν ζωή ποτέ, παρά μόνο μετά τον θάνατό τους την κληρονομούσαν. Τα προικιά πριν φύγουν από το σπίτι της νύφης τα άπλωναν σε σκοινιά (σεντόνια, πετσέτες, κουβέρτες, χειροποίητα σεμέν, διάφορα άλλα κεντητά, κουρτίνες κοσμήματα, οικιακά σκεύη κ.ά.) εκτεθειμένα, ώστε να τα δει ο κόσμος, παράλληλα στο δωμάτιο της νύφης, όπου μαζεύονταν οι φίλες της για να της κάνουν παρέα, και μιλούσαν για τα κεντήματα, τις δαντέλες καθώς πειράζονταν μεταξύ τους προετοιμάζοντάς την για όσα θα ακολουθήσουν αργότερα και βάζοντάς την στο ιδιαίτερο κλίμα της ημέρας του γάμου.

Το απόγευμα του Σαββάτου στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονταν οι συγγενείς και οι φίλοι του, καθώς και ελευθέρα κορίτσια, για να πάνε στο σπίτι της νύφης να πάρουν τα προικιά. Πρώτα πήγαιναν εν πομπή με τα όργανα μπροστά και έπαιρναν τον κουμπάρο και την κουμπάρα. Αυτοί τους περίμεναν στην εξώπορτα του σπιτιού τους, τους κερνούσαν ούζο και στη συνέχεια όλοι μαζί επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού. Έπειτα ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Μπροστά πήγαιναν οι φίλοι του γαμπρού κρατώντας από τα χαλινάρια τα άλογα, στολισμένα με διάφορα λουλούδια και κιλίμια. Ακολουθούσαν τα όργανα, ο κουμπάρος, η κουμπάρα, ο πατέρας και η μητέρα του γαμπρού, οι συγγενείς και στο τέλος οι γυναίκες και τα κορίτσια. Ο γαμπρός παρέμενε με μερικούς φίλους του στο σπίτι.

Στην εξώπορτα του σπιτιού της νύφης τους περίμεναν οι γονείς και οι συγγενείς της. Μετά το κέρασμα ο κουμπάρος και η κουμπάρα ανέβαιναν στο δωμάτιο, για να πάρουν τα προικιά. Η κουμπάρα έριχνε κουφέτα στα προικιά και εύχονταν στη νύφη να καλοτυχίσει και στα κορίτσια να καλοπαντρευτούν. Την ώρα που φόρτωναν τα προικιά στα άλογα, τα παιδιά και τα κορίτσια χόρευαν στην αυλή. Εν συνεχεία επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού και όταν έφταναν στο σπίτι, τα ελεύθερα κορίτσια άπλωναν τα προικιά πάνω στο κρεβάτι των μελλόνυμφων και στη συνέχεια τους δίνονταν κέρασμα και ένα συμβολικό χρηματικό ποσό για τον κόπο τους.

Το βράδυ ο γαμπρός έστελνε με τον κουμπάρο και με τους πιο στενούς του συγγενείς τα φορέματα στη νύφη. Αυτά ήταν ένα «κοντογούνι», τσόχινο και στολισμένο με μετάξι, το νυφικό, μακρύ, μεταξωτό, τα τέλια χρώματος κίτρινου, και τα παπούτσια. Αυτά τα πήγαιναν εν πομπή με τα όργανα μπροστά στη νύφη. Από τη νύφη έπαιρναν τα δώρα για τον γαμπρό που ήταν εσώρουχα, πουκάμισο, ένα ζευγάρι κάλτσες και ένα μεταξωτό μαντήλι και τα έφερναν εν πομπή πάλι στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί χόρευαν και γλεντούσαν.

Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι πως όλες οι οικογένειες είχαν να δώσουν προίκα στις κόρες τους.

Προετοιμασία γαμπρού

Κυριακή πρωί η μητέρα του γαμπρού πήγαινε στη βρύση και γέμιζε νερό για να ξυρίσουν και να λούσουν το γιο της. Γύρω στις 10 το πρωί μαζεύονταν οι στενοί φίλοι του γαμπρού για να τον ξυρίσουν με ταυτόχρονα αυτοσχέδια λεκτικά πειράγματα. Ο γαμπρός κάθονταν σε μία καρέκλα στο χαγιάτι και στη μέση ή του σαλονιού του πατρικού του σπιτιού. Ύστερα και κατά το δεύτερο ξύρισμα οι φίλοι του που μετείχαν στο ξύρισμα κολλούσαν νομίσματα στο πρόσωπο του γαμπρού και ο κουρέας τα έριχνε στη λεκάνη με το νερό και τις σαπουνάδες επειδή ήταν η ανταμοιβή του για το ξύρισμα.

Την ώρα που ο κουρέας ξύριζε τον γαμπρό, τα κορίτσια εκ της συγγενείας και φιλίας του γαμπρού τραγουδούσαν:

«Λούζεται τ’ αρχοντόπουλο σ’ ένα χρυσό λεγένι*, (=λεκάνη)

η πάπια φέρνει το νερό κ’ η χήνα το σαπούνι,

κ’ η αδελφή του η γρήγορη φέρνει το πεστεμάλι*». (=πετσέτα)

Μετά που τελείωναν το ξύρισμα, η μητέρα του γαμπρού έπρεπε να ρίξει το νερό σε κρυφό μέρος ή σε τρεχούμενο νερό για να μην κάνουν μάγια στον γιο της.

Μετά απ’ αυτήν την τελετουργία έντυναν τον γαμπρό. Φορούσε το εσώρουχο που ήταν δώρο της νύφης και πριν φορέσει το πουκάμισο τον θυμιάτιζαν 3 φορές και περνούσαν από το μανίκι ένα ατσάλινο μαχαίρι και αναμμένα κάρβουνα για να μην τον δέσουν οι εχθροί. Τέλος φορούσε το πουτούρι και το αντερί. Κατά τη διάρκεια που έντυναν τον γαμπρό οι φίλοι και οι συγγενείς του τραγουδούσαν το «Έσπειρε λεβέντης».

Μετά το ντύσιμο οι φίλοι του γαμπρού τον σήκωναν ψηλά, φωνάζοντας «άξιος άξιος» κι αυτός έταζε μία διασκέδαση ή κάτι άλλο.

Στη συνέχεια τον οδηγούσαν σ’ άλλο δωμάτιο, όπου τον περίμεναν οι γονείς, τ’ αδέλφια και οι στενοί συγγενείς. Έσκυβε και τους φιλούσε το χέρι κι αυτοί (συγκινημένοι) τον φιλούσαν στο μέτωπο.

Κατόπιν ο γαμπρός και οι φίλοι του κάθονταν στο τραπέζι και έτρωγαν μόνον ρύζι, για να «ριζώσουν».

Οι ετοιμασίες για το γάμο γίνονταν παράλληλα και στο σπίτι της νύφης χωρίς να λείπουν τα γλυκά, οι χαλβάδες, οι πίτες, οι μεζέδες, το κρασί.

Στον παραδοσιακό μακεδονικό γάμο των δραμινών ακολουθούσαν κατά γράμμα όλες τις γαμήλιες παραδόσεις και την πληθώρα των εθίμων, τα οποία κρατάνε καλά μέχρι τις ημέρες μας και απεικονίζουν τις παλαιότερες εποχές. Σήμερα πολλοί προσπαθούν να ακολουθούν όσες ακόμη ζώσες σημαίνουσες τελετουργίες μπορούν και προσπαθούν με κάθε δυνατό τρόπο να ομορφύνουν την ιερή αυτή στιγμή της ζωής τους.

Προετοιμασία Νύφης

Η προετοιμασία της νύφης αρχίζει από την ημέρα Τετάρτη πριν το γάμο. Το απόγευμα μαζεύονταν στο σπίτι της νύφης, οι φίλες της, για να της βάψουν τα μαλλιά με μαύρη μπογιά και την (ι)κνά (είδος σχεδόν κόκκινης βαφής των τριχών της κεφαλής), που είχε φέρει την Κυριακή η μητέρα του γαμπρού. Οι φίλες της νύφης μαζί τους έφερναν και μια γριά, ειδική στη βαφή των μαλλιών. Ενώ έβαφαν τα μαλλιά της νύφης, οι φίλες της, τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:

«Ευχήσου με, μανούλα μου, να βάλουν τις μπογιάδες.

Με την ευχή μου, κόρη μου, να ζήστε να προκόψτε.

Ευχήσου με, πατέρα μου, να βάλουν τις μπογιάδες.

Με την ευχή μου, κόρη μου, να ζήστε να προκόψτε.

Ευχήσου με, αδελφούλη μου, να βάλουν τις μπογιάδες».

Με την ευχή μου, αδελφούλα μου, να ζήστε να προκόψτε.

Το Σάββατο το απόγευμα, μαζεύονταν στο σπίτι της νύφης οι φίλες της για να τη χτενίσουν και τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:

«Πλέξε με, αδελφούλα μου,

κ’ έλα ορμήνεψε με,

πως θα πάω στα ξένα,

στα πεθερικά μου,

γιατί κανέναν δεν ξέρω,

κανέναν δεν γνωρίζω,

ούτε τον πεθερό μου,

ούτε την πεθερά μου».

Το πρωί της Κυριακής, η νύφη κάθεται σε μία καρέκλα και οι φίλες της καθώς την ντύνουν και τη στολίζουν της τραγουδούν το «Σήμερα μαύρος ουρανός» και τον παρακάτω στίχο:

«Σήμερα μια, σήμερα δυο, σήμερα τρεις και πέντε

σήμερα πια χωρίζεται μάνα και θυγατέρα.»

Στη συνέχεια πριν φορέσει την εσωτερική φανέλα τη θυμιατίζουν τρεις φορές και περνούν από το μανίκι ένα ατσαλένιο μαχαίρι και κάρβουνα. Έπειτα πήγαινε στη σάλα του σπιτιού όπου την περίμεναν οι γονείς της. Προσκυνάει τρεις φορές, τους φιλά το χέρι και εκείνοι τη φιλούν στο μέτωπο.

Την ώρα που η νύφη αποχαιρετάει τους γονείς της και φεύγει από το σπίτι, οι φίλες της τραγουδούν το παρακάτω τραγούδι:

«Αφήνω γεια στο μαχαλά, χαρά στα παλληκάρια,

αφήνω και στη μάνα μου τρία γυαλιά φαρμάκι,

το ένα να πίνει το πρωί, το άλλο το μεσημέρι,

το τρίτο το φαρμακερό, να πίνει όταν πλαγιάζει.»

Τέλος μέχρι να έρθει η πομπή, η νύφη περίμενε στο σαλόνι και δέχονταν ευχές, όπως «να ζήσετε» ή «καλή αγάπη να έχετε».

Η πομπή του γάμου (Πατινάδα)

Τα «καλέσματα» του γάμου δηλαδή η πρόσκληση των συγγενών, φίλων και γνωστών γίνονταν την ημέρα Πέμπτη πριν το γάμο. Μια ή δύο γυναίκες, συγγενείς του γαμπρού, κρατώντας ένα πανέρι με μήλα και γαρύφαλλα, γύριζαν στο χωριό και καλούσαν τους προσκεκλημένους του γαμπρού στο γάμο. Πρώτα καλούσαν τον παπά, κατόπιν τον νουνό και στη συνέχεια τους άλλους. Το ίδιο έκαναν και από το σπίτι της νύφης. Σε κάθε σπίτι, όταν πρόσφεραν το μήλο και τα γαρύφαλλο, λέγανε «Την Κυριακή να ‘ρθήτε στο γάμο του …(τάδε)». Πρόσφεραν κατόπιν ούζο από μια τσότρα που είχαν μαζί τους και έφευγαν.

Επιτέλους η ημέρα του γάμου ανέτειλε. Η πομπή ξεκινούσε από το σπίτι του γαμπρού με τα όργανα και ακολουθούσαν δυο, τρεις παραστεκάμενοι με άσπρες ποδιές. Ο ένας κρατούσε το δίσκο με τα ποτήρια και ο άλλος μια τσότρα με κρασί και έτσι πήγαιναν να πάρουν τους κουμπάρους. Προπορεύονταν ο πατέρας του γαμπρού με δύο-τρείς συγγενείς του, ο γαμπρός, που τον κρατούν από τα χέρια τ’ αδέλφια του ή τα πολύ κοντινά ξαδέρφια του και κατόπιν οι άλλοι καλεσμένοι. Η μητέρα του γαμπρού δεν συνοδεύει την πομπή, αλλά με δύο τρείς γυναίκες πηγαίνει στην εκκλησία, όπου και τους περιμένει.

Αφού πρώτα έπαιρναν τους κουμπάρους πήγαιναν να πάρουν τη νύφη. Λίγο πριν φτάσει η πομπή σπίτι της 2-3 άτομα οι «χαμπερτζήδες», έτσι τους έλεγαν, προπορεύονταν της πομπής για να δουν αν ήταν έτοιμοι οι γονείς να υποδεχτούν τον γαμπρό.

Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, τότε ετοίμαζαν τα άλογα με τα πιο όμορφα κιλίμια Το άλογο του γαμπρού ήταν πάντοτε κόκκινο και την ώρα, που η γαμήλιος πομπή ξεκινούσε, έδεναν στο χαλινάρι του ένα μαντήλι. Έξω από το χωριό της νύφης, τους περίμεναν με τραγούδια οι γονείς, οι συγγενείς και οι γνωστοί της. Τα παιδιά που περίμεναν και αυτά, έφραζαν το δρόμο με ξύλα και σχοινιά, για να μην περάσει ο γαμπρός. Όταν οι «χαμπαρτζήδες» πλησίαζαν, η μητέρα της νύφης έδενε από ένα μαντήλι στο χαλινάρι του αλόγου τους κι αυτοί εν συνεχεία επέστρεφαν στην πομπή, για ν’ αναγγείλουν στον γαμπρό ότι τους περιμένουν. Η χορεία της πομπής με το γαμπρό και τον κουμπάρο μπροστά, όταν έφθανε στο «φράγμα», τα παιδιά εμπόδιζαν την πομπή να περάσει λέγοντας στον γαμπρό να τάξει, δηλαδή να δώσει χρήματα. Ο γαμπρός έταζε και τα παιδιά τους άφηναν να περάσουν.

Όταν έφθαναν στο σπίτι και στην αυλή ο γαμπρός με τον κουμπάρο ανέβαιναν να πάρουν τη νύφη - ενώ τα όργανα έπαιζαν -,. οι φίλες της έκλειναν την πόρτα και δεν τους άφηναν να μπουν για να τάξει ο κουμπάρος. Μέτα άνοιγαν την πόρτα και ο γαμπρός έμπαινε στο δωμάτιο της νύφης. Εκεί πήγαινε και η μητέρα της νύφης με μια πίτα στο κεφάλι της και όλες οι φίλες έτρεχαν να πάρουν ένα κομμάτι. Πίστευαν ότι αυτή που θα αρπάξει και θα φάει πρώτη από την πίτα θα παντρευτεί νωρίτερα από τις άλλες.

Όταν έβγαινε η νύφη από το σπίτι, γύριζε, προσκυνούσε τρείς φορές και έχυνε κρασί από ένα ποτήρι και το έσπαγε. Την ώρα, που πέρναγε το κατώφλι, της έριχναν κουφέτα και κάρφωναν στη γη ένα καρφί.

Έπειτα ξεκινούσε η πομπή για την εκκλησία πρώτα ο κουμπάρος, μετά ο γαμπρός και στο τέλος η νύφη. Αν συναντούσαν άλλη γαμήλια πομπή στο δρόμο, τότε όλες οι φίλες έκρυβαν τη νύφη για να μη δει η μία νύφη την άλλη. Και αν κατά λάθος κοιτιόντουσαν τότε η νύφη σε κάθε νερό που θα συναντούσαν θα έπρεπε να το ασημώσει. Μετά όταν έφτανε η πομπή στην εκκλησία τα όργανα σταματούσαν, η νύφη προσκυνούσε τρεις φορές και έτσι ο παπάς τους έβαζε στην εκκλησία. Δεν θα περιγράψουμε τα εντός της εκκλησίας και εκτός αυτής κατά την στέψη επειδή θεωρούνται πάγκοινα.

Επιστροφή στο σπίτι

Μετά την στέψη οι νεόνυμφοι επέστρεφαν εν πομπή στο σπίτι του γαμπρού τραγουδώντας:

«Άνοιξε, μάνα, άνοιξε,

στρώσε διπλά τα στρώματα,

διπλά και τα παπλώματα,

ο γιος σου φέρνει πέρδικα».

Στην εξώπορτα η νύφη προσκυνούσε τρείς φορές και κατόπιν έμπαινε πατώντας σ’ ένα αλετροσίδερο. Σ’ αυτό πατούσαν και όλοι οι άλλοι, που εν συνεχεία έμπαιναν. Στην εσωτερική πόρτα την περίμενε η πεθερά της. Εκεί η νύφη έπρεπε να κάνει τρεις μετάνοιες και στη συνέχεια να φιλήσει το χέρι της πεθεράς της για να μπει στο καινούργιο της σπίτι. Έπειτα, η πεθερά σήκωνε το κόκκινο πέπλο που φορούσε η νύφη, έδινε τις ευχές της στο νεόνυμφο ζεύγος και η νύφη έπρεπε να σπάσει ένα πιάτο. Κατόπιν της έδιναν ένα πανέρι το οποίο συνήθως είχε μέσα, ψωμί, ρύζι και καραμέλες (αντί για κουφέτα), και έτσι έμπαιναν στο σπίτι.

Ακολουθούσε φαγητό και πιοτό για όλους. Μετά άρχιζε ο χορός με όργανα και τραγούδια. Τότε λέγονταν και το παρακάτω τραγούδι:

«Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρείτε, να χαρούμε,

σ’ αυτό τον χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιός να ξέρει

για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ’ άλλον κόσμο πάμε»

Όταν όλοι έφευγαν, μια έμπιστη πρωτοστέφανη γριά έστρωνε το νυφικό κρεβάτι και οδηγούσε σ’ αυτό τους νεόνυμφους. Τους πήγαινε ένα μωρό για να το ταχταρίσουν και να έχουν και οι ίδιοι τους σύντομα απογόνους. Επίσης, τους εξηγούσε τι έπρεπε να κάνουν και εν συνεχεία έβγαινε από το δωμάτιο και περίμενε έξω από την πόρτα. Αν αργούσαν, η γριά χτύπαγε την πόρτα και τους φώναζε «ακόμα, ακόμα…». Όταν τελείωναν, η γριά έμπαινε μέσα για να δει τα σημάδια, αν δηλαδή η νύφη ήταν παρθένος ή όχι. Αν συνέβαινε το πρώτο, η γριά έσπαζε ένα μπουκάλι ή μια στάμνα, για να καταλάβουν οι γονείς του γαμπρού ότι η νύφη τους ήταν παρθένος και πολύ πιο παλιά κρέμαγαν το σεντόνι στα παρμάκια του χαγιατιού Αν όχι, δεν έσπαζε τίποτα, καλούσε ιδιαιτέρως τους γονείς του γαμπρού και τους έλεγε τα δυσάρεστα νέα.

Τα μετά του γάμου

Τη Δευτέρα το πρωί μετά το γάμο, η πεθερά έστελνε στη βρύση τη νύφη να γεμίσει νερό. Όταν επέστρεφε στο σπίτι έπλενε τα χέρια σε όλα τα μέλη της νέας της οικογένειας ως ένδειξη υποταγής και ενσωμάτωσης.

Το γαμπρό τον έστελναν στο βουνό να κόψει πουρνάρια για να κάνει την περίφραξη στο καινούριο τους σπίτι. Ή σ’ αυτό που έπαιρνε προίκα απ’ τα πεθερικά.

Ταυτόχρονα έστελναν από το σπίτι της πεθεράς δυο κορίτσια ελεύθερα στη μάνα της νύφης. Της πήγαιναν ένα μήλο κόκκινο και ένα μπουκάλι γεμάτο ούζο με ζάχαρη. Το ίδιο έκαναν και στον κουμπάρο. Αυτό ήταν το κάλεσμα. Το μήλο ήταν κόκκινο για να δείξουν ότι η νύφη ήταν καθαρή. Επέστρεφε η μάνα το μήλο γεμάτο λύρες για να μπορέσει να ζήσει το ζευγάρι καλά τον πρώτο καιρό.

Στο σπίτι της πεθεράς μαζεύονταν κόσμος και πήγαινε γλυκά για να γλυκάνει τη νύφη που έφυγε από το σπίτι της. Πήγαινε και το σόι της νύφης. Το απόγευμα οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έφευγαν και ερχόντουσαν οι νεότεροι. Καθόντουσαν οι ελεύθεροι και από ένα μπουκάλι σκεπασμένο γεμάτο με ούζο και ζάχαρη έπιναν από το στόμιο. Σε όποιον άδειαζε το μπουκάλι ήταν ο επόμενος που θα παντρευόταν.

Την Τετάρτη το απόγευμα μετά το γάμο οι φίλες της νύφης, έπαιρναν τη νύφη από το σπίτι και την πήγαιναν στη βρύση συνοδεία οργάνων. Η νύφη φορούσε το νυφικό της φόρεμα, με τα τέλια και έπαιρνε στο χέρι της μια στάμνα. Όταν έφταναν στη βρύση η νύφη προσκυνούσε τρείς φορές και έριχνε στο νερό νομίσματα. Κατόπιν γέμιζε τη στάμνα, έριχνε σ’ όλα τα κορίτσια να πλυθούν, την ξαναγέμιζε και από άλλο δρόμο εν πομπή επέστρεφαν στο σπίτι. Απ’ όπου η νύφη περνούσε, οι γυναίκες έβγαιναν στα παράθυρα και στις πόρτες και της έριχναν ρύζι για να ριζώσει. Όταν έφθαναν στο σπίτι, έριχνε στον πεθερό και στην πεθερά της νερό για να πλυθούν και τους κέρναγε γλυκό και καφέ.

Το Σάββατο το απόγευμα γίνονταν τα «αποστροφίκια», δηλαδή επέστρεφε η νύφη στο πατρικό της σπίτι. Τη συνόδευε και ο γαμπρός. Στη μητέρα της έφερνε δώρο μια πίττα, ένα τσουρέκι και μια τσότρα με κρασί.

Τη 2η Κυριακή μετά το γάμο η μητέρα του γαμπρού, η μητέρα της νύφης και η κουμπάρα ετοίμαζαν γλυκά κόλλυβα και μαζί με τους νεόνυμφους τα πήγαιναν στην εκκλησία. Ο ιερέας στο τέλος της Θείας λειτουργίας διάβαζε τα κόλλυβα και εν συνεχεία, ενώ η νύφη φίλαγε το χέρι του καθενός, οι συμπεθέρες και η κουμπάρα μοίραζαν τα γλυκά κόλλυβα.

Προτού χρονίσει η νύφη, δεν πήγαινε σε κηδείες ούτε σε μνημόσυνα. Επίσης τόσο στο πατρικό της σπίτι, όσο και στο δικό της, δεν έβαζαν κλώσα.