Το δαδί

Παραμύθια

Μια φορά και έναν καιρό, ένας άνδρας πήγαινε το φθινόπωρο στο βουνό να κόψει ξύλα και να μαζέψει δαδί για το χειμώνα. Είχε μαζέψει αρκετό δαδί. Η γυναίκα του όμως, μέχρι να έρθει ο χειμώνας, το μοίρασε απλόχερα στους γείτονες και σε όποιον της ζητούσε. Όταν έφτασε ο χειμώνας, πήγε ο άνδρας να πάρει από την αποθήκη δαδί, αλλά δεν βρήκε. Ρωτά τη γυναίκα του:

-Που είναι γυναίκα το δαδί; Απαντά αυτή:

-Άνδρα μου, μου ζήτησε και έδωσα στην τάδε γειτόνισσα, στην άλλη γειτόνισσα, στην κουμπάρα, στην ξαδέλφη, στη δείνα κτλ.

-Εντάξει, λέει αυτός, αλλά του χρόνου γυναίκα θα έρθεις και εσύ μαζί να μαζέψουμε δαδί.

Την επόμενη χρονιά την πήρε πράγματι μαζί του. Πήγανε ψηλά στο βουνό και αυτή έλεγε:

-Άνδρα μου ακόμη να φτάσουμε;

-Ακόμη, απαντούσε αυτός.

Την πήγε όσο ψηλότερα και μακρύτερα γινότανε. Με πολύ κόπο μαζέψανε δαδί και το φέρανε στο σπίτι τους. Τις επόμενες ημέρες πήγαν πάλι οι γείτονες και άλλοι συγχωριανοί να ζητήσουν δαδί από τη γυναίκα. Αυτή τότε τους λέει:

-Ε, εκεί πάνω στο βουνό έχει δαδί. Πηγαίνετε να μαζέψετε.

Πλέον δεν έδινε σε κανέναν, γιατί κατάλαβε με πόσο κόπο μαζεύεται.

Έτσι, έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.