Ο παππούς, η αλεπού και τα ψάρια

Παραμύθια

Στα παλιά τα χρόνια, ήταν ένας παππούς που με το γαϊδουράκι και το κάρο του, πήγαινε κάθε μέρα στο ποτάμι για ψάρεμα. Αφού έπιανε ορισμένα ψάρια, τα έβαζε στο καλάθι και πήγαινε στην καλύβα να τα ψήσει με τη γιαγιά για να φάνε. Μια μέρα μύρισε η αλεπού την πλούσια ψαριά που έπιασε ο παππούς και σκαρφίστηκε κάτι για να του φάει τα ψάρια. Πηγαίνει η αλεπού μπροστά στο δρόμο απ’ όπου θα περάσει ο παππούς και κάνει την ψόφια. Μόλις τη φτάνει ο παππούς, σκέφτηκε:

-Ωραία γούνα έχει αυτή η αλεπού. Να την πάρω να την πάω στην κυρά μου. Θα της δώσω μεγάλη χαρά.

Κατεβαίνει από το κάρο, φορτώνει την αλεπού επάνω, δίπλα στα ψάρια και συνεχίζει στο δρόμο του για την καλύβα. Η αλεπού πίσω στο κάρο άρχισε να πετάει τα ψάρια από το καλάθι, κάτω στο δρόμο. Στο τέλος πηδάει και η ίδια από το κάρο και φεύγει να τα μαζέψει για να τα φάει. Ο παππούς δεν κατάλαβε τίποτα. Φτάνει στην καλύβα και φωνάζει στη γυναίκα του:

-Γυναίκα, έλα να δεις τι σου έφερα.

-Τον φούρνο ανάβω άνδρα μου και έρχομαι.

-Πέτα μέσα στο φούρνο το παλιό σου παλτό γιατί σου φέρνω γούνα να κάνεις καινούργιο.

Πετάει στη φωτιά το παλιό παλτό της η γιαγιά και πηγαίνει στον παππού. Όταν ξεφορτώνουν το κάρο τι να δουν; Ούτε ψάρια είχε το καλάθι, ούτε γούνα.

Και έζησαν και βασίλευαν και τραχανά μαγείρευαν.