ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙΟΥ

Φορεσιά

altΚάθε τόπος, κάθε χωριό, έχει τα δικά του υφαντά και κεντητά διακοσμητικά σχέδια, τα δικά του κοσμήματα και τους δικούς του συμβολισμούς, που παραδίνονται από γενιά σε γενιά και αποτελούν τις ρίζες κάθε τόπου γι’ αυτό και η Μοναστηρακιώτικη γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά της «γκιλίγκας», παρουσιάζει ιδιομορφίες που της δίνουν καθαρά τοπικό χρώμα.

Αυτή τη φορεσιά θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε αμέσως παρακάτω, ερμηνεύοντας ονόματα, σχέδια και πιθανούς συμβολισμούς. Χωρίς αμφιβολία, ορισμένα μεμονωμένα κομμάτια, κατάλοιπα της γυναικείας αυτής φορεσιάς, που θα περιγραφεί, φοριούνται ακόμη από τις μεγάλες γυναίκες και ανακατασκευάζονται. Άλλωστε, η γυναίκα ζει πιο πολύ χρόνο στο κλειστό περιβάλλον του σπιτιού και επηρεάζεται περισσότερο από τις πατροπαράδοτες συνήθειες, που τις συνεχίζει με θρησκευτική προσήλωση.

Η φορεσιά της «γκιλίγκας», φορέθηκε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε βρισκόταν στην τελευταία εξελιγμένη μορφή της και έχει το κέντημα σταθερό και το κόσμημα φορητό. Το πρώτο είναι έργο των χεριών της γυναίκας, ανήκει στην οικοτεχνία και παρουσιάζει αισθητικά στοιχεία του κλειστού χώρου στον οποίο κατασκευάζεται, ενώ το δεύτερο είναι έργο εργαστηριακής τέχνης, πλην των χάντρινων κοσμημάτων, της ζώνης (κουλάνι) και του λουλουδιού (κίτκα), που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να πούμε, ότι η φορεσιά ολόκληρη, αλλά και κάθε κομμάτι χωριστά, είναι προσεκτικά μελετημένα για να παρουσιάζουν τη θέση της γυναίκας και το ρόλο της μέσα στο σπίτι. Είναι ο καθρέπτης της γυναίκας που τη φοράει.

Σήμερα, έντονη είναι η παρουσία της «γκιλίγκας» στο μουσικοχορευτικό μας δρώμενο των Αράπηδων στις 6 Ιανουαρίου, που συνεχίζει να τελείται και να λειτουργεί με ευθύνη του Μορφωτικού και Πολιτιστικού Συλλόγου μας, έστω κι αν εκπροσωπείται από μεταμφιεσμένους άνδρες, νεαρά αγόρια που φορούν τις παραδοσιακές τοπικές γυναικείες αυτές φορεσιές. Η συμμετοχή της «γκιλίγκας» στο έθιμο έχει καθιερωθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

Η φορεσιά αυτή σε κείνα τα χρόνια αποτελούσε για τις γυναίκες όχι μόνο το γιορτινό τους ένδυμα αλλά και το νυφιάτικο. Ίσως, μάλιστα, από την άμαξα (τη γκιλίγκα, στα Πολίτικα – Τούρκικα) που μετέφερε τη νύφη για το γάμο, να πήρε και το όνομά της.

Αξίζει να αναφερθούμε για λίγο, πριν την περιγραφή, στο ρόλο που διαδραματίζει η «Γκιλίγκα» μέσα στη «Τσέτα». Οι «Γκιλίγκες» περιοδεύουν μαζί με τους Τσολιάδες, τους Αράπηδες, τους παπούδες, τους τσεταμπασήδες και τους οργανοπαίκτες όλα τα σπίτια του χωριού. Πετούν την «Άλενα» σερβέτα, το κόκκινο μαντήλι, που κρατούν στο χέρι, στον αριστερό ώμο κάθε σπιτονοικοκύρη, σημάδι ότι εκείνος θα πρέπει να δώσει το φιλοδώρημα του και να τους φιλέψει. Τραγουδούν, εύχονται, πειράζουν και στήνουν χορό σε κάθε σπίτι για την καλοχρονιά. Στο μεγάλο κοινοτικό χορό της «πλατέας», παίζουν το ρόλο του τοποτηρητή, μπορούμε να πούμε, μια και φροντίζουν να υπάρχει ένας και μοναδικός κύκλος, ένα «κάτι», να προηγούνται οι ηλικιωμένοι άνδρες, να ακολουθούν οι νεότεροι και τέλος οι γυναίκες. Σε περίπτωση που κάποιος δεν τηρήσει τα καθιερωμένα, τότε οι «γκιλίγκες» τον επαναφέρουν στην «τάξη». Κατά τη διάρκεια του χορού, μία «γκιλίγκα» πλησιάζει τον πρωτοχορευτή, του ρίχνει στον ώμο την άλενα σερβέτα της και κείνος δίνει χρήματα για την «τσέτα». Στο δεξί ελεύθερο χέρι του πρωτοχορευτή πάντα πρέπει να κυματίζει το κόκκινο αυτό σύμβολο.

Αυτή η «γυναικεία» παρουσία υποδηλώνει τη σημαντική θέση που κατείχε η γυναίκα στην  κοινωνική ζωή του χωριού. Υποδηλώνει την ενεργή συμμετοχή και παρέμβασή της σε όσα συμβαίνουν γύρω της. Δεν είναι ένα παθητικό, διακοσμητικό στοιχείο, αλλά άτομο ελεύθερο, ανεξάρτητο, που εμπνέει το σεβασμό. Άτομο στο οποίο επαφίεται η διατήρηση της παράδοσης και η τήρηση της τάξης. Το ότι στο δρώμενο, οι γυναίκες δεν συμμετέχουν αυτοπροσώπως αλλά μέσω εκπροσώπων, αντρών μεταμφιεσμένων, δε μειώνει σε τίποτα τη θέση τους. Αυτό, ίσως έγινε για λόγους προστασίας των γυναικών, μιας και το έθιμο ήταν απαγορευμένο από τους Τούρκους κατακτητές και βέβαια μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε κατά την ώρα της τέλεσής του. Οι δυναμικές αυτές γυναίκες συνέβαλαν ενεργά στο να κρατηθεί άσβεστη η φλόγα των υπόδουλων Ελλήνων για λευτεριά. Αυτές είναι που σήμερα διασώζουν και συνεχίζουν το πατροπαράδοτο έθιμό μας.

Σήμερα φορούν τις φορεσιές αυτές οι γυναίκες του Μορφωτικού και Πολιτιστικού Συλλόγου που τραγουδούν τα παραδοσιακά μας τραγούδια και επίσης τα κορίτσια των χορευτικών μας συγκροτημάτων στις διάφορες εμφανίσεις τους για την αισθητική των παραστάσεων αυτών. Φορούν δηλαδή, την άσπρη βράκα από πλάτνο, βαμβακερό υφαντό, με υφασμένο κέντημα στο πλάι.

Η διαδικασία και τα όργανα της ετοιμασίας της κλωστής και του πανιού, πήραν μεταφυσικές προεκτάσεις και συνδέθηκαν με διάφορες λαϊκές μαγικοθρησκευτικές πρακτικές και δοξασίες και για όλων των ειδών τα υλικά, μάλλινα, λινά, βαμβακερά, μεταξωτά, ακόμη και χρυσοΰφαντα.

Στο Μοναστηράκι, ακολουθώντας την ιδιαίτερη καλλιτεχνική παράδοση δημιουργούνται έργα οικιακής υφαντικής, με μεγάλο πλούτο διακοσμητικών θεμάτων, με πλούσιους χρωματικούς συνδυασμούς και έτσι, φαίνεται να δημιουργείται ξεχωριστή τεχνοτροπία. Όμως, το τοπικό χρώμα συχνά νοθεύεται αλλά και πλουτίζεται με στοιχεία που μεταφέρουν οι επιγαμίες, οι μετακινήσεις, οι ξένες επιρροές, που αφομοιωμένες και αναπλασμένες χαρακτηρίζουν τη φορεσιά. Λίγα είναι τα εξαρτήματα της φορεσιάς, που έχουν διακόσμηση συνυφασμένη και τα κυριότερα από αυτά είναι μερικές ποικιλίες στη βράκα, «στόπκες», στο πουκάμισο, «μπουρντούτσια» και της ποδιάς στο σύνολό της.

Πάνω από τη βράκα περνούν το μακρύ άσπρο - «πλάτνινο» - πουκάμισο, όπου στον ποδόγυρό του, που φτάνει κάτω από το γόνατο, διακρίνονται πολύχρωμα κεντίδια με διάφορα σχέδια («κουσέρια», «μελίσανα», κ.ά.), που στολίζουν αυτόν, καθώς και την τραχηλιά και τα μανίκια. Η κεντητική έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον όχι μόνο καλλιτεχνικό, για την εκτελεστική της τελειότητα, αλλά και σημασιολογικό, για τους συμβολισμούς των διακοσμητικών θεμάτων. Σε όλες ανεξαιρέτως τις παραλλαγές, το πουκάμισο μπορεί να θεωρηθεί φόρεμα παρά εσώρουχο, γιατί μένει κατά το μεγαλύτερό του μέρος ακάλυπτο κάτω από την ποδιά και την «αντερία» ή το σαγιά και τα μανίκια.

Πάνω από το πουκάμισο φορούν, το Χειμώνα, την «αντερία», που είναι πιο κοντή απ’ αυτό και με μανίκια και είναι φτιαγμένη από ύφασμα καπιτονέ με χασέ ή μεταξωτό, σκούρο πράσινο ή ανοιχτό κόκκινο με ρίγες ανοιχτές κιτρινωπές ή μπλε σκούρο ή σκούρο καφετί, στις εξωτερικές επιφάνειες και ενισχυμένο, ενδιάμεσα, με βαμβάκι.

Την Άνοιξη και το Φθινόπωρο, στη θέση της αντερίας, φορούν τα ρακάβια και από πάνω βάζουν το σαγιά, που είναι από μαύρη τσόχα.

Το «κλασνίκι», το ξεμανίκωτο πανωφόρι, που φτάνει λίγο πάνω από την αντερία, είναι φτιαγμένο από χοντρή μαύρη τσόχα, κεντημένη γύρω – γύρω στις άκρες της με γκαϊτάνι και σε ευδιάκριτα σημεία του, όμορφα σχέδια.

Η πολύχρωμη, με τα μεγάλα καρό, υφαντή μάλλινη ποδιά, αποτελεί μια χαρούμενη, γεμάτη ζωντάνια πινελιά σ’ όλο το «ταμπλό» της φορεσιάς, με το πορτοκαλί χρυσίζον χρώμα να κυριαρχεί.

Στη μέση δένεται, με τη βοήθεια σκαλιστής χειροποίητης πόρπης, «πόες», ζώνη τσόχινη, το «κουλάνι», που όμως είναι όλη κεντημένη με θαυμάσιο τρόπο, με μικρές πολύχρωμες χάντρες, οι οποίες σχηματίζουν μικρά – μικρά λουλουδάκια.

Κάτω από το πόες βάζουν την «πούλουα» σερβέτα, άσπρο μαντήλι με κέντημα και πούλιες στις άκρες του, ώστε να φαίνονται μόνο τα πούλια και να φαντάζουν όμορφα.

Οι πλεκτές, άσπρες, μάλλινες κάλτσες, φτάνουν μέχρι το γόνατο. Στο πάνω μέρος, στις φτέρνες και στα πλαϊνά του ποδιού, έχουν χρωματιστά λουλούδια ή σχέδια, τις «κόλκες».

Οι «γκιλίγκες» βάζουν στο κεφάλι χρωματιστή λουλουδάτη κόκκινη μαντήλα, τη «νυβιάστεντσκα» σερβέτα, που στις άκρες της έχει χρυσές ή ασημένιες πούλιες.

Επίσης, στο πίσω μέρος στο «κλασνίκι» είναι ραμμένα, οι «πλίτκες», μαύρες φούντες, τα «ρουζιλά», παρδαλές φούντες που συνδέονται μεταξύ τους με τα «σεσλότσια», κοσμήματα σε φλουριά για τον ήχο στο χορό και στο περπάτημα, που στολίζουν τις πλεξίδες από φυσικά μαλλιά.

Τα κοσμήματα που στολίζουν το στήθος και τα πλαϊνά της «γκιλίγκας» είναι το «παρόου» κόπτσε, το κόπτσε με φλουριά ή ντούμπλες, για τον ήχο, το «κιοστέκ» κόπτσε, τρεις αλυσίδες καθώς και το «τζιντζίρ» κόπτσε, που είναι μια αλυσίδα και δένεται στο πλάι. Το στήθος, επίσης, στολίζουν η «κίτκα», χάντρινο λουλούδι και το «σακαντράκ», ενώ περπατούν και χορεύουν με τις «τσισιλίϊ» παντούφλες με φούντες.

Η ανδρική φορεσιά αποτελείται από: μαύρη βράκα, άσπρο πουκάμισο, μαύρο γιλέκο, μαύρο κοντό σακάκι, μαύρες μακριές μέχρι το γόνατο πλεκτές κάλτσες, μαύρο υφασμάτινο ζωνάρι τυλιγμένο στη μέση, στο πάνω μέρος του οποίου διακρίνονται οι πούλιες μιας μαντίλας και μαύρη τραγιάσκα στο κεφάλι. Στο χέρι κρατούν γκλίτσα ή πλεκτό κορδόνι.