Ο γιος και ο γέρος πατέρας

Παραμύθια

Στα παλιά τα χρόνια, λέγανε ότι μόλις γερνούσες, τα παιδιά σου σε έβαζαν σε ένα κοφίνι και σε πετούσαν στο ποτάμι για να μην τους είσαι βάρος.

Κάποιος γέρασε και πάει ο γιος μαζί με τον εγγονό να πετάξουν τον παππού στο ποτάμι. Λέει ο εγγονός στον μπαμπά:

-Μπαμπά, μην πετάξεις το κοφίνι μαζί με τον παππού, γιατί το χρειάζομαι.

-Τι το θέλεις γιε μου το κοφίνι;

-Εγώ με τι θα σε πάω να σε πετάξω όταν και εσύ θα γεράσεις;

-Και εμένα θα ρίξεις γιε μου;

-Βέβαια, απαντάει ο γιος. Αφού πετάς εσύ τον πατέρα σου;

Το σκέφτεται λίγο ο μπαμπάς και γυρίζουν πίσω στο σπίτι τον παππού με το κοφίνι. Δεν τον πετάξανε. Κατάλαβε τι τον περίμενε και αυτόν στο μέλλον.

Όμως, γινόταν έλεγχοι και δεν έπρεπε να βρουν γέρο σε κάποιο σπίτι. Έδιναν οι αρχές διαταγή να τους πετάνε στο ποτάμι. Τι να κάνει ο γιος, κρύβει τον παππού σε μυστικό υπόγειο. Τον τάιζε κάθε ημέρα κρυφά και τα χρόνια περνούσαν. Ήρθαν δύσκολα χρόνια. Δεν είχε ο κόσμος σπόρους να σπείρει σιτάρι. Μια μέρα ρωτάει ο γιος τον γέρο.

-Από πού θα βρούμε σπόρο να σπείρουμε μπαμπά;

-Θα πας γιε μου και θα βρεις μυρμηγκοφωλιές. Εκεί θα βρεις σπόρους. Όσους θα βρεις θα σπείρεις. Αυτοί θα γίνουν του χρόνου περισσότεροι.

Έτσι και έκανε ο γιος. Βρήκε μυρμηγκοφωλιές, πήρε σπόρους και έσπειρε. Το καλοκαίρι αυτός θέριζε και οι άλλοι συγχωριανοί του δεν είχαν τίποτε να θερίσουν. Πήγαν και τον ρώτησαν:

-Από πού βρήκες σπόρο και έσπειρες; Αφού δεν υπάρχει σπόρος πουθενά.

Αυτός σκέφτεται λίγο και τους λέει:

-Θα σας πω την αλήθεια αλλά μη με δικάσετε. Όταν είπατε να πετάξω τον γέρο πατέρα μου στο ποτάμι, εγώ δεν τον πέταξα αλλά τον έκρυψα στο υπόγειο. Και όταν ήρθε η δυστυχία με τον σπόρο, τον ρώτησα τι να κάνω. Αυτός μου είπε να πάω να ψάξω μυρμηγκοφωλιές για να βρω σπόρο και να σπείρω.

Από τότε, δόθηκε νέα διαταγή, τους γέρους να μην τους πετάνε στο ποτάμι. Γιατί ο γέρος ξέρει πολλά.

Έτσι, έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.