Οι τρεις μοίρες

Παραμύθια

Έτσι ήταν, έτσι λέγανε …, μια μάνα μόλις γέννησε ένα αγοράκι, ήρθαν οι τρεις μοίρες στο προσκεφάλι του να καθορίσουν το μέλλον του. Λέει η πρώτη:

-Να το χάσουν τώρα οι γονείς τους είναι μωρό ακόμη. Η πληγή θα είναι μικρή, δεν θα είναι σαν είκοσι χρονών παλικάρι!

Μετά λέει η δεύτερη:

-Στο σπίτι τους έχουν ένα πηγάδι. Όταν θα γίνει είκοσι χρονών θα πέσει μέσα και θα πνιγεί. Να τους γίνει πιο μεγάλη η πληγή. Και αν κλείσουν το πηγάδι και το σφραγίσουνε για να μην πέσει μέσα, από φίδι θα πεθάνει. Θα πάει να παντρευτεί ένα κορίτσι από μακρινό χωριό και στου δρόμου τα μισά θα μείνουνε να κοιμηθούνε. Εκεί θα τον τσιμπήσει φίδι. Δεν θα φτάσουν στο χωριό για να γίνει ο γάμος.

Και η τρίτη μοίρα λέει:

-Όποιος ακούσει και πει, πέτρα να γίνει.

Άκουσε τις μοίρες η μεγαλύτερή του αδελφή και δεν είπε σε κανέναν τίποτα. Όταν πλησίαζαν τα χρόνια, λέει στους γονείς της να κλείσουν το πηγάδι.

-Μα, νερό δεν έχουμε, λέει ο πατέρας.

-Δεν με ενδιαφέρει, απαντά η κόρη. Εγώ θα κουβαλήσω με την πλάτη μου πέτρες και το πηγάδι θα το κλείσω.

-Αφού επιμένεις κόρη μου, θα το σφραγίσουμε. Και το μπάζωσαν μην πέσει κανένας μέσα.

Έφτασε η στιγμή να γίνει ο γάμος του αδελφού της. Θα πάρει νύφη από ένα μακρινό χωριό. Ξεκίνησαν να πάνε στο χωριό της νύφης για να παντρευτεί. Στο δρόμο που πηγαίνανε νύχτωσε και σταμάτησαν κάπου για να κοιμηθούν. Ο γαμπρός έβγαλε τις μπότες του και ξάπλωσε να κοιμηθεί, όπως και οι υπόλοιποι. Η αδελφή του γαμπρού όμως δεν κοιμάται. Μένει ξύπνια για να προστατεύσει τον αδελφό της από πιθανό τσίμπημα φιδιού. Της λένε να κοιμηθεί, όμως αυτή δεν μπορεί. Πράγματι, κάποια στιγμή τη νύχτα, μπαίνει ένα φίδι μέσα στην μπότα του γαμπρού. Το βλέπει αυτό η αδελφή του και πετάει την μπότα στη φωτιά μαζί με το φίδι. Το πρωί, σηκώνεται ο γαμπρός και δεν βρίσκει τη μία μπότα του. Ρωτά τι έγινε. Αν την είχαν κλέψει θα έπαιρναν και τις δύο. Ρωτάνε την αδελφή του:

-Πες μας τι συνέβη; Μόνο εσύ ήσουν ξυπνητή. Δεν μπορεί να μην ξέρεις!

-Δεν ξέρω, τους απαντά αυτή. Στη συνέχεια την παρακαλάνε και την πιέζουν να τους πει γιατί το έκανε αυτό.

-Αν αποκαλύψω το μυστικό θα γίνω πέτρα, απαντά αυτή. Αυτοί δεν την πίστεψαν και της λένε:

-Να γίνεις πέτρα. Πες μας γιατί το έκανες αυτό;

-Ε, αφού επιμένετε θα σας πω. Αν είναι κάποιος να πεθάνει, ας είμαι εγώ.

Κάθεται και τους λέει για τις μοίρες που άκουσε και για το φίδι που μπήκε στην μπότα του αδελφού της με σκοπό να τον τσιμπήσει και να πεθάνει.

-Και είκοσι χρόνια δεν είπες τίποτε σε κανέναν;

-Όχι, δεν είπα, απαντά και τότε έγινε πέτρα, μαρμάρωσε.

Κι αυτοί ζήσανε και εμείς με τα παραμύθια μείναμε.