Καλικάντζαροι στο μύλο

Παραμύθια

Κάποτε ήταν ένας πατέρας χήρος και είχε μία μικρή κόρη. Αποφάσισε να παντρευτεί ξανά και να πάρει μία γυναίκα που επίσης είχε μία κόρη συνομήλικη με τη δική του. Η μητριά δεν «χώνευε» την κόρη του ανδρός της. Την έβαζε να κάνει τις πιο βαριές δουλειές, ενώ τη δική της την πρόσεχε πολύ. Όσο μεγάλωναν τα κορίτσια, τόσο τη ζήλευε, γιατί ήταν πιο όμορφη. Έψαχνε να βρει τρόπο να την ξεφορτωθεί.

Όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, την έστειλε στο μύλο να αλέσει σιτάρι. Φόρτωσε το γάιδαρο με δύο σακιά σιτάρι, με την ελπίδα ότι στο δρόμο που θα πηγαίνει, θα πάθει κάποιο κακό και δεν θα επιστρέψει. Το κορίτσι έφτασε το βράδυ στο μύλο αλλά ο μυλωνάς έλλειπε στην οικογένειά του για τα Χριστούγεννα. Το κορίτσι έμεινε να διανυχτερεύσει μόνο του στο μύλο. Άναψε το τζάκι για να ζεσταθεί και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Τα μεσάνυχτα χτυπούν την πόρτα οι καλικάντζαροι.

-Ποιος είναι; Ρωτά το κορίτσι.

-Οι καλικάντζαροι είμαστε, απαντούν. Άνοιξε την πόρτα.

Ανοίγει την πόρτα και τους βάζει μέσα να ζεσταθούν. Αυτοί τη ρωτούν:

-Ποια η γνώμη σου για τους καλικάντζαρους; Αυτή τους απαντά:

-Είναι όμορφα, άκακα πλασματάκια και ότι τα αγαπά.

Οι καλικάντζαροι ευχαριστήθηκαν από τα λόγια που άκουσαν και όταν ξημέρωσε, έβαλαν μπροστά το μύλο, της άλεσαν το σιτάρι, φόρτωσαν το αλεύρι στο γαϊδούρι και τις έδωσαν και πολλά δώρα. Έπειτα, της είπαν να πάει στο σπίτι της.

Όταν την είδε η μητριά της να επιστρέφει στο σπίτι με το αλεύρι και με τόσο πολλά δώρα, έσκασε από τη ζήλεια της. Τη ρωτά:

-Κόρη μου, από ποιον τόσα πολλά δώρα;

-Από τους καλικάντζαρους μαμά, απαντά αυτή.

Την άλλη ημέρα το πρωί, στέλνει την κόρη της για να φέρει και αυτή δώρα από τους καλικάντζαρους. Έφτασε το βράδυ στο μύλο, άναψε φωτιά και άφησε την πόρτα ανοικτή για να μπουν μέσα οι καλικάντζαροι. Τα μεσάνυχτα χτυπούν την πόρτα οι καλικάντζαροι.

-Ποιος είναι; Ρωτά το κορίτσι.

-Οι καλικάντζαροι απαντούν και μπαίνουν μέσα με ορμή. Τη ρωτούν:

-Ποια η γνώμη σου για τους καλικάντζαρους; Αυτή τους απαντά:

-Είναι κακάσχημα, βλαβερά πλάσματα και πως τα αντιπαθεί.

Τότε, θυμώνει ένας από τους καλικάντζαρος και την κάνει κομμάτια.

Η μάνα της περίμενε όλη ημέρα και αφού είδε ότι δεν επέστρεψε, βγήκε να την ψάξει. Φωνάζει το όνομα της κόρης της:

-Καλίνα, Καλίνα! Αλλά αυτή άφαντη.

Μέχρι που έφτασε στο μύλο και από μέσα οι καλικάντζαροι της απαντούν:

-Της Καλίνους τα άντερα στο παράθυρο είναι κρεμασμένα.

Έτσι, αντί να κάνει κακό στη θετή της κόρη, έκανε στη δική της.

Κι αυτοί ζήσανε κι εμείς με τα παραμύθια μείναμε.