Η αλεπού και ο λύκος

Παραμύθια

Μια φορά και έναν καιρό, καλεί η αλεπού στο σπίτι της για φαγητό τον κουμπάρο της τον λύκο. Τον προϋπαντεί στην είσοδο του σπιτιού και του λέει:

-Κουμπάρε, τώρα που θα μπεις μέσα, μην κοιτάξεις στο ταβάνι.

-Γιατί κουμπάρα, τι έχει;

-Έχω βελόνες κρεμασμένες στο ταβάνι, μπορεί να πέσει καμιά και να σου βγάλει τα μάτια.

-Εντάξει κουμπάρα, δεν θα κοιτάξω, λέει ο λύκος.

Καθώς έπινε νερό ο λύκος, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και βλέπει στο ταβάνι κρεμασμένα ψάρια.

-Ε, κουμπάρα γι’ αυτό μου είπες να μην κοιτάξω στο ταβάνι. Που βρήκες τόσα πολλά ψάρια να ψαρέψω και εγώ;

-Κουμπάρε, αύριο το πρωί θα πάμε μαζί για ψάρεμα στο ποτάμι. Έχει πολλά ψάρια.

Το επόμενο πρωί, πηγαίνουν η αλεπού και ο λύκος στο ποτάμι. Λέει η αλεπού:

-Κουμπάρε, να σου δέσω στην ουρά σου αυτό τον τσουκάλι για να μαζεύεις μέσα τα ψάρια.

-Εντάξει κουμπάρε, απαντά ο λύκος και κάθεται να του δέσει το τσουκάλι.

Στη συνέχεια, στην ουρά της δένει η αλεπού μια κολοκύθα και μπαίνουν στο ποτάμι. Η αλεπού λόγω της κολοκύθας, επέπλεε στο νερό και άρχισε να ψαρεύει. Ο λύκος όμως, δεν μπορούσε να κολυμπήσει γιατί γέμισε το τσουκάλι με νερό. Λέει στην αλεπού:

-Βοήθεια κουμπάρα, βουλιάζω δεν μπορώ να κολυμπήσω.

-Τράβα κουμπάρε, το τσουκάλι γέμισε ψάρια. Τράβα να τα βγάλεις έξω.

Ακούει ο μυλωνάς από το διπλανό μύλο τις κραυγές και βγαίνει έξω να δει τι συμβαίνει. Η αλεπού μόλις βλέπει τον μυλωνά, βγαίνει από το ποτάμι και φεύγει μακριά. Ο λύκος όμως, δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Πιάνει ο μυλωνάς μία μαγκούρα και τον σκότωσε στο ξύλο.

Η αλεπού για να δείξει τάχα ενδιαφέρον, γυρίζει πίσω να βρει τον λύκο. Πρώτα όμως περνάει από το μύλο και πασαλείβεται με τραχανά. Έπειτα, βρίσκει τον λύκο με κομμένη την ουρά από το τσουκάλι, μέσα στα αίματα, να βογκάει.

-Αχ κουμπάρα μου, που είσαι; Δες τι μου έκαναν, λέει ο λύκος.

-Και εγώ κουμπάρε, τρέχουν τα μυαλά μου από το κεφάλι. Δεν μπορώ να περπατήσω.

-Τότε κουμπάρα, ανέβα στην πλάτη μου να σε πάω στη φωλιά σου.

Ανεβαίνει η αλεπού στην πλάτη του λύκου και ψιθυρίζει:

-Ο άρρωστος τον γερό κουβαλάει.

Κι αυτοί ζήσανε και εμείς με τα παραμύθια μείναμε.