Κορυφαίοι ήρωες του Μακεδονικού Αγώνα στη Δράμα

Ιστορία

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ

altΗγετική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή μας αποτελεί κατά γενική ομολογία ο Μητροπολίτης Δράμας και μετέπειτα Σμύρνης, ο εθνομάρτυρας Άγιος Χρυσόστομος. Ο ιερομάρτυρας και εθνομάρτυρας Χρυσόστομος γεννήθηκε στην Τρίγλια της Βιθυνίας (6-1-1868) από ευσεβείς γονείς, το Νικόλαο και την Καλλιόπη Καλαφάτη. Αφού αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Χάλκης, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και επί πατριάρχου  Κωνσταντίνου του Ε΄ του ανατέθηκαν τα υψηλά καθήκοντα του πρωτοσύγκελου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Εκλέχθηκε μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών, όπου υπηρέτησε από το 1902 έως το 1909.

Η τοποθέτησή του στην Μητρόπολη Δράμας το 1902, αποτέλεσε σωτήρια πράξη για την περιοχή. Από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκε την κρισιμότητα της κατάστασης. Περιόδευε σε όλα τα χωριά της περιοχής, οργάνωνε τις κατά τόπους Επιτροπές Άμυνας, ίδρυε σχολεία, φιλεκπαιδευτικές Αδελφότητες, άνοιγε κλειστές από τους Τούρκους εκκλησίες, διόριζε ιερείς και δασκάλους ως εμψυχωτές-διαφωτιστές, αναπτέρωνε με το λόγο του το ηθικό των Ελλήνων, επανέφερε στο Πατριαρχείο πολλούς παραπλανημένους από τη βουλγαρική προπαγάνδα Έλληνες και τέλος συγκρότησε το Κέντρο Άμυνας στη Δράμα, από όπου συντόνιζε τον Αγώνα και έδινε τις κατευθύνσεις σε συνεργασία με το ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης και τα Υποπροξενεία Καβάλας και Σερρών.

Δίπλα του ο αρχιδιάκονος Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, καταγόμενος από μια άλλη μαρτυρική πόλη της Μικράς Ασίας το Αϊδίνι. Διετέλεσε Μητροπολίτης Βεροίας για λίγο καιρό και έπειτα στη Μητροπολίτης Φιλίππων Νεαπόλεως και Καβάλας, μέχρι που το 1962 έγινε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος με το όνομα Χρυσόστομος Χατζησταύρου. Αυτός ήταν όπως φαίνεται από την κατασχεθείσα αλληλογραφία του Χρυσοστόμου, ο έμπιστος άνθρωπός του που συνέδεε τα ανταρτικά Σώματα, δηλαδή τους εντοπίους Μακεδονομάχους, με τον Χρυσόστομο Καλαφάτη, τον Ίωνα Δραγούμη και άλλους. Ένας φλογερός πατριώτης που ακολουθούσε παντού τον Χρυσόστομο και αναλάμβανε να ορκίσει στον Αγώνα τους Έλληνες των χωριών που επισκέπτονταν. Ο όρκος των μυημένων Μακεδονομάχων ήταν ο εξής: «Ορκίζομαι επί του ιερού Ευαγγελίου να φυλάττω παν ότι αφορά την οργάνωσιν του Ελληνικού Κομιτάτου, να υπερασπίζω αυτήν μέχρι θανάτου, να μη προβαίνω εις ουδεμίαν ενέργειαν άνευ της εγκρίσεώς της και με κίνδυνο της ζωής μου να εκτελώ τας διαταγάς της. Εγγύησις του όρκου μου ας είναι η ζωή και η τιμή μου, μάρτυς μου ο Παντοδύναμος Θεός».

Στα χωριά συγκροτήθηκαν Επιτροπές Άμυνας, στελεχωμένες από τους επιφανείς άνδρες, που είχαν ως σκοπό την προστασία των κατοίκων από την προπαγάνδα των Βουλγάρων. Είχαν υπό την εποπτεία τους τη λειτουργία των σχολείων, των εκκλησιών, συγκέντρωναν χρήματα και εξόπλιζαν τα απαραίτητα εκείνα άτομα για τον ένοπλο αγώνα. Συγκέντρωναν πληροφορίες για τις κινήσεις των Βουλγάρων σε κάθε χωριό και ενημέρωναν το Κέντρο Άμυνας. Σε πολλά χωριά υπήρχαν και ένοπλα τμήματα κατοίκων, που επενέβαιναν όπου χρειαζόταν καθώς και ομάδες εκτελεστών που αναλάμβαναν τις επικίνδυνες αποστολές. Όλες οι επιτροπές έπαιρναν εντολές από τη Μητρόπολη Δράμας.

Ο Χρυσόστομος είχε να αντιμετωπίσει στη Δράμα και τους ευρωπαίους μεταρρυθμιστές που εφάρμοζαν τη συμφωνία Μυρστέγκ του 1903 και η στάση τους ήταν κάθε άλλο παρά φιλελληνική. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 1906 ο Άγγλος αξιωματικός, υπεύθυνος για την τάξη στη Δράμα, με υπόμνημα προς την κυβέρνησή του, κατηγορούσε τον Χρυσόστομο ως υπαίτιο των ελληνοβουλγαρικών συγκρούσεων στη Δράμα και στην περιοχή της. Οι Άγγλοι με τη σειρά τους πίεζαν την οθωμανική κυβέρνηση να απαιτήσει από το Πατριαρχείο την απομάκρυνση του Χρυσοστόμου. Η αιτία βρέθηκε με την κατάσχεση της αλληλογραφίας του, που όπως έλεγαν Οθωμανοί, Βούλγαροι και Ευρωπαίοι, περιείχε πολλά εις βάρος του ενοχοποιητικά στοιχεία. Ότι δηλαδή συνεννοούνταν ο Χρυσόστομος με τους ντόπιους Μακεδονομάχους για το οργανωτικό μέρος της αντίστασης έναντι των Βουλγάρων.

Έτσι τον Οκτώβριο του 1907, το Πατριαρχείο ανακάλεσε τον μεγάλο αυτόν ιεράρχη που μετέβη στην Τρίγλια, τη γενέτειρά του, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Μερικούς μήνες πριν, του είχε απαγορευτεί από τους Οθωμανούς να περιοδεύει στα χωριά της επαρχίας του. Έτσι, ο δυστυχής Χρυσόστομος εγκατέλειψε τη Δράμα συνοδευόμενος έως το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλεως από ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1908 με τη γενική αμνηστία που παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς με την ευκαιρία του ψευδεπίγραφου συντάγματος των Νεότουρκων, που επαγγελόταν δημοκρατία, ασφάλεια, ειρήνη, αλληλεγγύη σε όλους τους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επωφελήθηκε της κατάστασης και επέστρεψε στη Δράμα τον Αύγουστο του 1908.

Ο Χρυσόστομος έγραψε σε μια επιστολή του προς το Πατριαρχείο: «…για να γίνει βουλγαρική η Μακεδονία, πρέπει να στραγγαλιστεί η ιστορία και η εθνογραφία. Να εξολοθρευτούν τα 3/4 του πληθυσμού της, να καταστραφούν όλα τα σχολεία, όλες οι εκκλησίες και όλες οι πόλεις που είναι ελληνικές, να καούν όλα τα μνημεία, αρχαία, βυζαντινά, νεότερα και να καταστραφούν και οι αρχαιότητες που είναι στα σπλάχνα της. Η Μακεδονία μπορεί να μετατραπεί σε βουλγαρική, μόνο αν γίνει ένα απέραντο κοιμητήριο νεκρών και άγρια έρημος…». Είναι από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα του Μακεδονικού Αγώνα.

Ο Χρυσόστομος εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει Τούρκους, Βουλγάρους και Άγγλους παρατηρητές που τον κατηγορούσαν ότι ήταν φανατικά προσηλωμένος στην ελληνική εθνική ιδέα, αρνούμενος όπως έλεγαν να συλλάβει το πνεύμα των καιρών, αυτών που επαγγέλονταν η επανάσταση των Νεότουρκων. Η συνεχής δράση του Χρυσόστομου στη Δράμα οδήγησε για μια ακόμη φορά να του απαγορέψουν τις εξόδους του στα χωριά της Δράμας και οι συνεχείς συγκρούσεις Ελλήνων και Βουλγάρων να αποδίδονται από τους Άγγλους παρατηρητές αλλά και τους Οθωμανούς στον Χρυσόστομο. Για μια ακόμη φορά Οθωμανοί και Βούλγαροι ζήτησαν την απομάκρυνσή του. Τελικά το πέτυχαν και ο Χρυσόστομος έφυγε από τη Δράμα τον Ιούνιο του 1909 πριν συμπληρώσει χρόνο κατά τη δεύτερη θητεία του.

Το Πατριαρχείο θα τον μεταθέσει στην ακμάζουσα τότε Μητρόπολη Σμύρνης. Αλλά και στη Σμύρνη ανέμεναν τον Χρυσόστομο μεγαλύτεροι αγώνες, γιατί οι περιστάσεις ήταν κρίσιμες για τους ορθοδόξους Έλληνες. Και εκεί ο ιεράρχης εξορίσθηκε δύο φορές και τελικά οδηγήθηκε στο ένδοξο μαρτύριο: παραδόθηκε ως εξιλαστήριο θύμα στον φανατισμένο τούρκικο όχλο, προπηλακίσθηκε και μαρτύρησε στις 27 Αυγούστου 1922, αφού αρνήθηκε να δεχθεί τη διάσωση που του προσφέρθηκε δια της φυγής, μη θέλοντας να παραβεί το λόγο του Κυρίου.



ΑΡΜΕΝ ΚΟΥΠΤΣΙΟΣ

altΚορυφαίος Μακεδονομάχος για την περιοχή της Δράμας αναδείχθηκε ο Άρμεν Κούπτσιος που γεννήθηκε στον Βώλακα το 1885. Λόγω έλλειψης στοιχείων στα δημοτολόγια, υπάρχει σύγχυση σχετικά με τα ακριβή στοιχεία των γονιών του. Το πιθανότερο είναι ο πατέρας του να λεγόταν Άρμεν Άρμεν Κούπτσιος και η μητέρα του Ελένη (αγνώστου γένους). Είχε αδελφό τον Προκόπη Άρμεν Κούπτσιο που γεννήθηκε στον Βώλακα το 1880.

Ο Άρμεν Κούπτσιος ήταν μεταξύ αυτών που εντάχθηκαν στην ένοπλη ομάδα του Βώλακα κατά της δράσης των Βούλγαρων Κομιτατζήδων, υπό την καθοδήγηση του Δημητρίου Βογιατζή, δάσκαλο από την Προσοτσάνη, που τον τοποθέτησε εκεί ο Μητροπολίτης Δράμας εθνομάρτυρας Χρυσόστομος. Η συμβολή του Άρμεν στον Μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή της Δράμας ήταν σύντομη μεν αλλά καθοριστική. Το Σεπτέμβριο του 1905 ο Χρήστος Βογιατζής (αδελφός του Δημητρίου) παρουσίασε τον Άρμεν Κούπτσιο μαζί με τον Νικόλαο Μαυρουδή στον Στρατή Σπληναρίδη (πρόκειται για τον υπολοχαγό Κωνσταντίνο Νταή, που βρισκόταν καλυμμένος πίσω από την ιδιότητα του διευθυντή του σχολείου Προσοτσάνης για να οργανώσει τον ένοπλο αγώνα), για να τους εντάξει στο Κέντρο Δράσεως Προσοτσάνης. Δεν ήξερε καλά τα ελληνικά και ίσως γι’ αυτό στην αρχή δεν έγινε δεκτός από τον Κωνσταντίνο Νταή, παρά μόνο μετά από παρέμβαση του Χρήστου Βογιατζή. Ήταν ευκίνητος, ρωμαλέος, ταχύς, θαρραλέος, ατίθασος αλλά και καλοσυνάτος, με βαθιά πίστη στην Ορθοδοξία και στην πατρίδα. Ανέπτυξε σημαντική δράση και κατάφερε σε πολύ νεαρή ηλικία να γίνει το φόβητρο του Βούλγαρων Κομιτατζήδων στην περιοχή. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Μητροπολίτης Δράμας εθνομάρτυρας Χρυσόστομος τον θεωρούσε πρωτοπαλίκαρό του. Όλες τις επικίνδυνες αποστολές τις ανέθετε σ’ αυτόν και στην ομάδα του.

Στις 2 Ιουλίου 1907 ο Άρμεν Κούτσιος μαζί με τους Χρήστο Βογιατζή από την Προσοτσάνη και Πέτρο Μάντζιο από το Παλαιοχώρι Καβάλας, διατάχθηκαν από το Ελληνικό Κέντρο Δράσης να σταματήσουν τη δράση του Κομιτατζή Πλάτσεφ. Αυτοί, του έστησαν καρτέρι κοντά στο σημερινό χωριό Μυλοπόταμο Δράμας και τον σκότωσαν. Οι πυροβολισμοί όμως έγιναν αντιληπτοί από Τούρκο αγροφύλακα, ο οποίος συνέλαβε με ύπουλο τρόπο τον Άρμεν Κούπτσιο και τον παρέδωσε στις τουρκικές Αρχές στη Δράμα. Οι υπόλοιποι κατάφεραν να διαφύγουν. Ο Άρμεν οδηγήθηκε στις φυλακές του Επταπυργίου Θεσσαλονίκης και καταδικάστηκε σε θάνατο από το ειδικό Στρατοδικείο. Στο μεταξύ το βουλγαρικό Κομιτάτο συγκέντρωσε υπογραφές από 33 χωριά της ευρύτερης περιοχής και διαβεβαίωνε τους Τούρκους πως μόνο δια της θανατικής ποινής του Άρμεν θα σταματήσουν οι ταραχές. Οι προσπάθειες του Ελληνικού Κέντρου Δράσης για να αποφυλακιστεί ή να μετατραπεί η θανατική ποινή του σε ισόβια, δεν απέδωσαν. Στη συνέχεια, ο Άρμεν οδηγήθηκε στις φυλακές της Δράμας. Τότε αποφασίστηκε από το Ελληνικό Κέντρο Δράσης να στηθεί ενέδρα και να τον αρπάξουν από τα χέρια των Τούρκων όταν θα τον πήγαιναν στον τόπο εκτέλεσης. Δυστυχώς το σχέδιο προδόθηκε και άλλαξε η διαδρομή την τελευταία στιγμή. Έτσι, τη 14η Σεπτεμβρίου 1907 απαγχονίστηκε στον πλάτανο της πλατείας της Δράμας, σε ηλικία μόλις 21 ετών. Ούτε εκείνη τη στιγμή ο Άρμεν δεν δάκρυσε, δεν λύγισε απέναντι στους δήμιούς του. Το σώμα του παραδόθηκε για ταφή στους Αθίγγανους, μετά από τρεις ημέρες που κρεμόταν για παραδειγματισμό. Έτσι, πέρασε στο πάνθεον των μεγάλων Μακεδονομάχων αγωνιστών.

Προς τιμή του έχουν γραφτεί ποιήματα και δημοτικά τραγούδια. Η προτομή του Άρμεν Κούπτσιου κοσμεί την πλατεία του Βώλακα (από το 1956) και την πλατεία της Δράμας (από το 1967), στο σημείο που απαγχονίστηκε.

ΑΡΜΕΝ (τραγούδι)

Το μάθατε τι έγινε στης Δράμας την αγορά,

κρεμάσανε τον Άρμεν, τον Άρμεν, στην άτιμη θηλιά.

Τούρκοι τον εκρεμάσανε, Ρωμιοί τον κλάψανε,

θελήσαν να τον θάψουν, τον θάψουν, Τούρκοι δεν άφησαν.

Σαν το ‘μαθε η μάνα του στα μαύρα ντύθηκε,

σαν τ’ άκουσε του Άρμεν πατέρας μαχαίρια ζώστηκε.

Τον Άρμεν κι αν κρεμάσανε στην άτιμη θηλιά,

το αίμα του χαλάλι, χαλάλι για την ελευθεριά.


 

ΚΩΝ/ΝΟΣ ΝΤΑΗΣ (ΚΑΠΕΤΑΝ ΤΣΑΡΑΣ)

altΓεννήθηκε στο χωριό Μεσενικόλα Καρδίτσας το 1883. Το πραγματικό όνομα του Καπετάν Τσάρα ή Τσιάρα ήταν Κωνσταντίνος Νταής. Ως υπολοχαγός του ελληνικού Στρατού, αποστέλλεται από την ελληνική κυβέρνηση στη Μακεδονία για την οργάνωση της ένοπλης αντίστασης κατά των Βούλγαρων Κομιτατζήδων. Τον Ιούνιο του 1905 με διαταγή του στρατηγού Δαγκλή, εφοδιασμένος με τα απαραίτητα έγγραφα και με το ψευδώνυμο Στρατής Σπηναρίδης καταγόμενος από το Πλακάδο Μυτιλήνης, φθάνει από την Κωνσταντινούπολη στην Καβάλα. Εκεί συνεννοείται με τον Έλληνα πρόξενο και τον γραμματέα του Μαυρομάτη και αποστέλλεται στη Δράμα για συνάντηση με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο. Για να μπορεί να περιέρχεται ελεύθερα στα χωριά της Δράμας, αποφασίζεται να οριστεί διευθυντής της 7τάξιας σχολής αρρένων Προσοτσάνης, του Οικοτροφείου Θηλέων Προσοτσάνης και επιθεωρητής των σχολείων της περιοχής. Το Σεπτέμβριο του 1905 συνεργάζεται στα σχολεία της Προσοτσάνης με τους δασκάλους: Αστεριάδη Νικόλαο, Βουλτσιάδη Βασίλειο, Βάμβα Βασίλειο, Τριανταφυλλίδη Αθανάσιο, Καλαϊτζή Κων/νο (από Πετρούσα)  και από το Οικοτροφείο τις Σερραίες: Πατραμάνη Άννα και Μέλφου Ελισάβετ. Η αποστολή του ήταν απολύτως μυστική. Όμως έγινε αντιληπτή από τους αντιπάλους του και ανακλήθηκε στην Αθήνα το Μάρτιο του 1906. Λίγο καιρό αργότερα προσπάθησε να επιστρέψει, αλλά συνελήφθη στη Θεσσαλονίκη διότι το άτομο που πραγματικά έφερε το όνομα Σπηναρίδης Στρατής ήταν καταζητούμενος για φόνο στη Μυτιλήνη. Έπειτα από 6μηνη φυλάκιση, ξυλοδαρμό και άλλες περιπέτειες, το ελληνικό Προξενείο κατάφερε να τον βοηθήσει να αποδράσει. Στη συνέχεια εισήλθε σε νοσοκομείο στην Αθήνα για αποκατάσταση της υγείας του από τα βασανιστήρια που υπέστη.

Το 1907 συγκρότησε αντάρτικο Σώμα στο όρος Παγγαίο με το ψευδώνυμο καπετάν Τσιάρας ή Τσάρας. Η ομάδα συγκεντρώθηκε και έδωσε τον όρκο στην οικία του προέδρου της Επιτροπής Άμυνας της Πρώτης (Κιουπ-Κιόι) Σερρών προκρίτου Γεωργίου Καραμανλή, πατέρα του Κων/νου Καραμανλή. Συνεργάστηκε επίσης για τον καλύτερο συντονισμό του αγώνα, με τον Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Γερμανό. Υπαρχηγός της ομάδας του ήταν ο Χρήστος Βογιατζής από την Προσοτσάνη, ο Πολυχρόνης Παλιάγκας και ο Δημήτριος Πένσας από τη Χωριστή, ο Γεώργιος Βώλακλης από τον Βώλακα, ο Κων/νος Τσελέγκας και ο Λεωνίδας Μαλαμίδης από το Ροδολίβος, ο Γεώργιος Χαραμής υπαξιωματικός του Ναυτικού από την Πελοπόννησο, ο Γεώργιος Καράμπελας από τη Στενήμαχο, ο Δημήτριος Κομήτης από το Δοξάτο, ο Αθανάσιος Λαζάρου από τα Ιωάννινα, ο Μιλτιάδης Τσομπανέλης από τις Κυδωνιές Μικράς Ασίας, ο Ιωάννης Παρούσης από τη Νέα Ζίχνη κ.ά. Σκοπός του Σώματος ήταν να προστατεύσει τα ελληνικά χωριά από τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες. Να προβαίνει σε αντίποινα εναντίων των βουλγάρικων χωριών. Να εξαπολύει επιθέσεις κατά των βουλγάρικων συμμοριών. Να εμποδίσει την κάθοδο Βουλγάρων στην πεδιάδα της Δράμας και Καβάλας και να εμπνεύσει το αίσθημα της ασφάλειας στον ελληνικό πληθυσμό που έπρεπε να περιμένει την απελευθέρωσή του από την πατρίδα Ελλάδα. Κατάφερε να επιτύχει τους στόχους του, αφού προστάτευσαν τα γύρω χωριά (Δοξάτο, Χωριστή, Πρώτη, Ροδολίβος κ.α.) από πυρπολήσεις και δολοφονίες, ενώ περιορίστηκε η κάθοδος Βουλγάρων που με το πρόσχημα των θεριστών, προέβαιναν σε εξαρχική προπαγάνδα. Στο ενεργητικό του είχε αρκετές νικηφόρες μάχες όπως σε: Νικήσιανη, Ηλιοκώμη, Πετρούσα, Κεφαλάρι, Δοξάτο κ.α. Το Μάιο του 1908 το αντάρτικο Σώμα του Καπετάν Τσάρα, εξόντωσε κυριολεκτικά στη θέση «Μπουνάρμπαση» ομάδα Βούλγαρων Κομιτατζήδων που από τα 15-16 άτομα που αποτελούνταν διασώθηκαν μόνο 4. Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού πολέμου, στις 7 Δεκεμβρίου 1912, έφτασε ως επικεφαλής ουλαμού Ιππικού με 24 ιππείς στις Ελευθερές Καβάλας.

Τα επόμενα χρόνια συνέχισε τη σταδιοδρομία του στον ελληνικό Στρατό, φθάνοντας στον καταληκτικό βαθμό του στρατηγού. Μετά την απελευθέρωση εξελέγη δύο φορές βουλευτής Καβάλας (1932-33), αργότερα δήμαρχος Ν. Φαλήρου, ενώ το όνομά του δόθηκε σε οδούς και πλατείες χωριών της περιοχής που έδρασε.

alt

ΦΩΤΟ

Πρώτη σειρά καθήμενοι από αριστερά: Βογιατζής Χρήστος (Προσοτσάνη) υπασπιστής Σώματος, Λαρισιώτης Ηλίας (Λάρισα), Παλιάγκας Πολυχρόνης (Χωριστή). Δεύτερη σειρά όρθιοι από αριστερά: Μαλαμίδης Λεωνίδας (Ροδολίβος), Γεώργιος (Στενήμαχος), Δημήτριος (Λάρισα), Νταής ή Ζιάρας Κων/νος (Αθήνα) οπλαρχηγός, Χάραλης Γεώργιος (Μάνη), Τσιομανέλης Μιλτιάδης (Θίβαλη Μικράς Ασίας), Διδάσκαλος Αθανάσιος (Ιωάννινα). Τρίτη σειρά όρθιοι από αριστερά: Πέντσος Δημήτριος (Παγονέρι), Παρούσης Ιωάννης (Ζίχνη), Βελέγκος Κων/νος (Ροδολίβος), Κομίτης Δημήτρης (Δοξάτο), Καραγεωργίου Γεώργιος (Βώλακας) υπαρχηγός.

 

 

ΚΑΠΕΤΑΝ ΖΕΡΒΑΣ Ή ΔΟΥΚΑΣ

altΤο πραγματικό όνομα του Καπετάν Ζέρβα ήταν Γαϊτατζής Δούκας του Γεωργίου. Γεννήθηκε στην πόλη των Σερρών το 1879 από εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν εργοστασιάρχης κλωστηρίων βάμβακος και κάτοχος μεγάλης περιουσίας.

Βλέποντας τους συμπατριώτες του Έλληνες να υποφέρουν τα πάνδεινα από τις βουλγαρικές συμμορίες των Κομιτατζήδων, αποφάσισε να δράσει. Στα 21 του χρόνια άρχισε τη συνεργασία του με το ελληνικό Προξενείο Σερρών ως πληροφοριοδότης. Το 1903 συνελήφθη στις Σέρρες από τους Τούρκους για απόπειρα δολοφονίας του Βούλγαρου πράκτορα Στόγιαν, αλλά απέδρασε και κατέφυγε στην Αθήνα. Εκεί εκπαιδεύτηκε σε μυστικό κέντρο Μακεδονομάχων και στη συνέχεια εντάχθηκε στο αντάρτικο Σώμα του Γ. Κατεχάκη (Ρούβας) που έδρασε στη Δυτική Μακεδονία (μάχες σε Ζέλανιτς, Πρέσπες, Γιαμίσε, Ζέλοβο, Μουρίκι). Το 1905 εστάλη στην περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών, όπου συνεργάσθηκε με τους καπετάνιους Τσοτα-Βάρδα και τον Γεώργιο Κονδύλη. Εκεί αποδεκάτισαν τη συμμορία του αρχικομιτατζή Αποστόλωφ.

Ο Δούκας, εκτός από γενναιότητα που διέθετε, ήταν και προικισμένος με ηγετικά προσόντα, όπως ευστροφία, ταχύτητα, επιβλητικότητα, ορμητικότητα και δύναμη λόγου. Γρήγορα έγινε αρχηγός αντάρτικου Σώματος που έδρασε στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας,καταφέρνοντας αποφασιστικά πλήγματα εναντίον του Βουλγαρικού Κομιτάτου στις περιοχές Νιγρίτας, Σερρών, Δράμας και Παγγαίου.

Στο Σώμα του είχε ενταγμένους πολλούς από την περιοχή της Δράμας, όπως από την Καλλιθέα, τη Μικρόπολη, το Παγονέρι, την Καλή Βρύση κ.α. Είχε εκτεταμένο δίκτυο συνεργατών και πληροφορητών. Συνεργάστηκε με τους Μητροπολίτες Σερρών Γρηγόριο Ζερβουδάκη (αργότερα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως), Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη, ΝευροκοπίουΘεοδώρητουΒασματζίδη, Ελευθερουπόλεως Γερμανό Σακελλαρίδη, τους Προξένους Σερρών Σαχτούρη Αντωνίου και Καβάλας Μαυρομιχάλη Στυλιανό αλλά και ιερείς, δασκάλους, προκρίτους. Επίσης σε κάθε χωριό είχε τους πληροφοριοδότες του. Το ανταρτικό Σώμα του καπετάν Δούκα Ζέρβα αποτελούσαν οι εξής αντάρτες.

1.Ιωάννης Μάρτζιος από την Καλή Βρύση.

2.Βασίλειος Τσουβαλτζής από το Ροδολίβος.

3.Θεόδωρος Βουλασίκης από τις Σέρρες.

4.Ιωάννης Ν. Σόλλας από την Μικρόπολη.

5.Ιωάννης Ηλιάδης από την Μικρόπολη.

6.Μιχαήλ Τσιάτος από τον Εμμανουήλ Παπά.

7.Χρίστος Τσολάκης από το Νέο Σούλι.

8.Χρίστος Γκαβράς από το Νέο Σούλι.

9.Βασίλειος Πάτκας από το Εμμανουήλ Παπά.

10.Γεώργιος Θεοδώρου από την Τσερέπλανη.

11.Γεώργιος Βλαχόπουλος από το Αχλαδοχώρι.

12.Κων/νος Καμπούρης από το Αχλαδοχώρι.

13.Δημήτριος Τίστιος από το Ροδολίβος.

14.Βασίλειος Τσακίρης από το Ροδολίβος.

15.Γεώργιος Τσαντάρης από το Ροδολίβος.

16.Γιάννης Προκόπης από την Καλλιθέα.

17.Δημήτριος Α. Βοζίκης από την Καλλιθέα.

18.Αναστάσιος Τάσσιος, από την Ράχωβα.

19.Βασίλειος Πατσιάς από το Ροδολίβος.

20.Ιωάννης Βάντσος από την Καλή Βρύση.

21.Ζαχαρίας Ζαχαρίας από τις Σέρρες.

22.Αθανάσιος Νάκος από τις Σέρρες.

Επίσης ακόμη και άλλοι από τα χωριά της Δράμας.

Με την αποφασιστική δράση του Δούκα Ζέρβα και των άλλων ελληνικών ανταρτικών ομάδων αποδεκατίσθηκαν οι βουλγαρικές ομάδες των Κομιτατζήδων από την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας σε πολλές μάχες που έδωσε όπως στην Παλαιοκώμη, στην Γκρατσιάνη (Αγιοχώρι) κ.α. Μετά την κήρυξη του τουρκικού Συντάγματος και την αμνηστία που δόθηκε στις ένοπλες αντάρτικες ομάδες, κλήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα και να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ο Δούκας επέστρεψε στα τέλη Ιουλίου του 1908 στις Σέρρες, όπου οι συμπατριώτες του επιφύλαξαν θριαμβευτική υποδοχή. Ο Πρόξενος Σαχτούρης Αντώνιος τον στεφάνωσε με χρυσό στέφανο, ενώ απένειμε χρυσό ρολόι στους υπαρχηγούς του Μάρτζιο Ιωάννη και Μπουλασίκη.

Ο καπετάν  Δούκας Ζέρβας έλαβε μέρος και στους Βαλκανικούς Πολέμους τόσο εναντίον των Τούρκων όσο και εναντίον των Βουλγάρων. Στις αρχές Αυγούστου του 1912 εκλήθη μαζί με άλλους οπλαρχηγούς Μακεδονομάχους στο Υπουργείο Στρατιωτικών από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όπου τους δόθηκε εντολή να μεταβούν στην Ανατολική Μακεδονία ως Πρόσκοποι (προπομποί) του Ελληνικού Στρατού στα μετόπισθεν του εχθρού,ενώ θα τους αποσταλούν 2.000 όπλα. Πράγματι, ο Δούκας στις 5 Σεπτεμβρίου 1912 αποβιβάστηκε με πέντε άνδρες του μέσω Σκοπέλου στη Χαλκιδική (Ι.Μ. Εσφιγμένου Αγίου Όρους). Όπλα και πυρομαχικά ξεφορτώθηκαν στην ακτή Στρυμονικού κόλπου και μοιράστηκαν σε κατοίκους της περιοχής που συγκρότησαν ένοπλες ομάδες. Έπειτα,ως διοικητής Σώματος Προσκόπων, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση της Ελευθερούπολης. Αρχικά αφόπλισε Αστυνομικά Τμήματα μικρής τουρκικής δύναμης στην περιοχή του Παγγαίου. Ενώ βρισκόταν στην Πρώτη Σερρών (Κιουπ – Κιόι) δέχθηκε επιστολή του Μητροπολίτη Γερμανού Σακελλαρίδη που μετέφερε ο πατήρ Νικόλαος Οικονόμου Βλάχος, καλώντας τον να σπεύσει να καταλάβει το Πράβι (Ελευθερούπολη) πριν τους Βουλγάρους. Πράγματι, ο Δούκας έσπευσε και απελευθέρωσε την πόλη στις 17 Οκτωβρίου 1912, χωρίς καμία αντίσταση από τους Τούρκους. Στην ομάδα αυτή των προσκόπων ήταν και ο Χρήστος Τέντζος από την Μικρόπολη (ο οποίος το 1923 διορίσθηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Δράμας και αργότερα εκλέχτηκε και βουλευτής Δράμας). Ακολούθησε αφοπλισμός των Τούρκων και στα υπόλοιπα χωριά της περιοχής του Παγγαίου.

Για την μεγάλη προσφορά του Καπετάν Δούκα Ζέρβα, ο Δήμος Δράμας για να τιμήσει τη μνήμη του ονόμασε δρόμο της πόλης με το όνομά του. Επίσης, οι Σέρρες τον τίμησαν στήνοντας ολόσωμα ανδριάντα σε πλατεία της πόλης, αλλά και εκλέγοντάς τον βουλευτή το 1926. Ο Δούκας δολοφονήθηκε μυστηριωδώς στο Παρίσι το 1938.


alt alt









NΙΚΗΤΑΣ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

altΟ Νικήτας Δρακόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Μαριές Θάσου, όπου τελείωσε και τις πρώτες τάξεις του σχολείου. Τις σπουδές του ολοκλήρωσε τελειώνοντας το Γυμνάσιο στην Κωνσταντινούπολη. Εισήχθη στη Σχολή της Τουρκικής Χωροφυλακής κι έγινε Αξιωματικός. Το έτος 1903 τοποθετήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα της Τουρκικής Χωροφυλακής Δράμας.

Ο Δρακόπουλος όμως φθάνοντας στη Δράμα, απογοητεύθηκε. Συνηθισμένος στην κοσμοπολίτικη ζωή της Κωνσταντινούπολης, δυσαρεστήθηκε από την απλή ζωή της Δράμας. Κρύφτηκε σ’ ένα πανδοχείο και δεν παρουσιάστηκε στην υπηρεσία του. Ο Μητροπολίτης όμως που ήξερε γι’ αυτόν και περίμενε την έλευσή του, τον ανακάλυψε και έστειλε τον θρυλικό «Καβάζη» του, τον Λιάκα, να τον οδηγήσει μπροστά του. Ο Δρακόπουλος εξήγησε στον Χρυσόστομο ότι δεν προτίθεται να μείνει στη Δράμα, αλλά θα επέστρεφε πίσω στην Πόλη. Εκείνος κατάλαβε και με ήσυχη, αλλά επιβλητική και γιομάτη πάθος φωνή, του μίλησε για την εθνική ανάγκη να μείνει. Ήταν τοποθετημένος σε μια σπάνια θέση από την όποια μπορούσε να εξυπηρετήσει τον Αγώνα στη Δράμα. «Εδώ» του είπε: «…στη Δράμα, η Ελλάδα μας κινδυνεύει και μαζί με την Δράμα κινδυνεύει και η πατρίδα σου η Θάσος και η πατρίδα η δική μου στην Μικράν Ασία. Όλοι κινδυνεύουμε. Οι Βούλγαροι προχωρούν όλο και περισσότερο. Πρέπει να αγωνισθούμε δια να σώσουμε την ζωή των αδελφών μας». Μιλούσε με φωνή παλλόμενη από εθνικό ενθουσιασμό, με μάτια βουρκωμένα από συγκίνηση. Έτσι έμεινε ο Δρακόπουλος στη Δράμα. Είχε τη δύναμη ο Χρυσόστομος να δημιουργεί αγωνιστές. Την άλλη μέρα παρουσιάσθηκε στον Τούρκο διοικητή της Αστυνομίας κι ανέλαβε υπηρεσία. Από τότε ο Νικήτας Δρακόπουλος δόθηκε ολόκληρος με όλη την ορμή της νιότης του στον Αγώνα.

Εκτέλεσε πολλές και επικίνδυνες αποστολές. Διασφάλιζε τη μεταφορά των όπλων και πολεμοφοδίων του Αγώνα. Φρόντιζε ή να μην υπάρχουν καθόλου σκοποί από τους τόπους όπου διέρχονταν οι μεταφορείς των όπλων ή να τοποθετεί δικούς του έμπιστους Τουρκοαλβανούς χωροφύλακες που τους είχε εξαγοράσει. Παρέσχε απόρρητες πληροφορίες στον Χρυσόστομο για κάθε τι που αφορούσε την δραστηριότητα των τουρκικών Αρχών. Οι Τουρκοαλβανοί χωροφύλακες του Δρακόπουλου, κατάλληλα καθοδηγημένοι από αυτόν, αποσόβησαν την ψευδοαπαγωγή του Άγγλου συνταγματάρχη Έλιοτ από τους Βουλγάρους. Τρομοκράτησε τους Ρουμανίζοντες και υποβοήθησε τον αγώνα του Χρυσοστόμου στην καταπολέμηση της ρουμανικής προπαγάνδας. Προέβαινε σε έρευνες οικημάτων που άνηκαν στο βουλγαρικό Κομιτάτο. Κατέστρεφε το προπαγανδιστικό υλικό τους και κατάσχε τα αρχεία τους τα οποία παρέδωσε στον Χρυσόστομο. Ανέλαβε νυκτερινές αποστολές επαφής με τους Έλληνες αγωνιστές στα διάφορα μέρη του Νομού Δράμας καθώς και με τα ένοπλα τμήματα των Μακεδονομάχων Καπετάν Δούκα και Τσάρα. Οι επαφές του με τον Χρυσόστομο ήταν μυστικές και πραγματοποιούνταν τις νυκτερινές ώρες. Το αξίωμα του μεταχειρίσθηκε κυριολεκτικά μόνο για την εξυπηρέτηση του Αγώνα.

Μια ημέρα δέχθηκε διαταγή από τον διοικητή του να συγκροτήσει απόσπασμα και να βαδίσει προς Μανδήλιον Σερρών, όπου έχουν συγκεντρωθεί Έλληνες αντάρτες του Καπετάν Δούκα. Συγκρότησε αμέσως το απόσπασμά του με άνδρες που ήταν αφοσιωμένοι στον ίδιο. Αντί να βαδίσει προς Μανδήλιον, τράβηξε προς το Σκρίτζοβο (Καλή Βρύση), που ήταν τότε φωλιά Κομιτατζήδων, με την ανοχή των τουρκικών Αρχών, που προστάτευαν τους Βουλγάρους για να κτυπούν τους Έλληνες. Εκεί ακολούθησε σκληρή μάχη όπου σκοτώθηκαν τέσσερις χωροφύλακες. Ο Καπετάν Δούκας ήρθε με τα παλικάρια του. Οι Βούλγαροι ήσαν ανάμεσα σε δυο πυρά. Από τη βουλγαρική ομάδα λίγοι γλύτωσαν και σκόρπισαν σε διάφορα μέρη. Μερικοί τράβηξαν προς την Πετρούσα. Έξω από τα χωριό είχαν συγκεντρωθεί ομάδες Κομιτατζήδων για να μπουν και να κάψουν τα σπίτια των Ελλήνων της Πετρούσας και να δολοφονήσουν τους Έλληνες αγωνιστές. Μόλις το έμαθε ο Δρακόπουλος, αμέσως κινήθηκε προς τα εκεί, όπως και ο Καπετάν Δούκας από άλλο δρόμο. Στη μάχη που ακολούθησε, άλλοι Κομιτατζήδες σκοτώθηκαν και άλλοι διέφυγαν. Μέσα στην Πετρούσα τρεις Κομιτατζήδες, που είχαν εισχωρήσει, σκοτώθηκαν από Έλληνα αγωνιστή. Έτσι τελείωσε η αποστολή του αυτή. Αντί να εξοντωθεί ο Έλληνας Καπετάν Δούκας εξοντώθηκε ολόκληρη συμμορία από Βουλγάρους.

Είχε όμως γίνει πολύ ύποπτος και άρχισαν να τον παρακολουθούν. Το έτος 1907, όταν οι τουρκικές Αρχές της Δράμας κατέσχεσαν ένα τμήμα του αρχείου του Χρυσοστόμου, βρέθηκαν επιβαρυντικά στοιχεία για τη δράση του Δρακοπούλου και συνελήφθη. Τον οδήγησαν στα κρατητήρια της Δράμας, όπου τον έκλεισαν όρθιο σ’ ένα ντουλάπι επί σαράντα ημέρες. Κάθε βράδυ τον βασανίζανε για να μαρτυρήσει, αλλά δεν μαρτύρησε. Τελικά τον έστειλαν μισοπεθαμένο στις φυλακές του Επταπυργίου Θεσσαλονίκης. Το Στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο δια αγχόνης και στρατιωτική καθαίρεση. Ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης του διεμήνυσε να μην φοβάται και ότι θα τον απελευθερώσει. Πράγματι, την πέμπτη νύκτα στο κελί των μελλοθανάτων τον πήρε ο δεσμοφύλακας και μέσα από διαδρόμους τον οδήγησε έξω από τις φυλακές. Τον υποδέχθηκαν με αγκαλιές και φιλιά οι φίλοι του συναγωνιστές, ο Πολύχρονης Παλιάγκας από τη Χωριστή, ο Λεωνίδας Μαλαμίδης από το Ροδολίβος και ο Γιώργος Μπελιάς από τη Στενήμαχο. Του έδωσαν ένα περίστροφο και ένα μαχαίρι και οδοιπορώντας τρεις νύκτες φθάσανε στο Παγγαίο, όπου ήταν ο Καπετάν Τζάρας.

Ο Δρακόπουλος είναι ο Καπετάν Νικήτας του Μακεδονικού Αγώνα. Σαν οπλαρχηγός πλέον Ελλήνων ανταρτών παρουσίασε σημαντική δράση, ιδίως στην περιοχή Χωριστής-Δοξάτου. Ο Χρυσόστομος, εκτιμώντας την δράση του Δρακοπούλου στη Δράμα του είχε χαρίσει ένα χρυσό σταυρό με Τίμιο Ξύλο. Μετά το κίνημα των Νεότουρκων (1908) επανήλθε στη Δράμα και συμμετέσχε σε ποικίλες εθνικές δραστηριότητες. Όταν ο Αβδούλ Χαμίτ θέλησε να αντιδράσει στο κίνημα των Νεότουρκων, ο Δρακόπουλος ετάχθη εναντίον του Σουλτάνου. Μαζί με άλλους παλαιούς αντάρτες βάδισε στο πλευρό των Νεοτουύρκων μέχρι την Κωνσταντινούπολη, πιστεύοντας ότι οι Νεότουρκοι θα υποστηρίξουν τα ελληνικά δίκαια.

Με την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον ελληνικό Στρατό έγινε δημόσιος υπάλληλος και μετέπειτα έπαρχος Χρυσούπολης. Στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνελήφθη και κλείστηκε από τους Συμμάχους σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως πολιτικών κρατουμένων. Τον βασάνισαν τόσο πολύ ώστε κινδύνευε να πεθάνει. Με τη λήξη του πολέμου αφέθηκε ελεύθερος. Πέθανε τον Ιούνιο του 1966, στη Δράμα, στην αγαπημένη του πόλη όπου και ετάφη.

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ (ΝΑΚΟΣ)

altΟ Χρήστος Βογιατζής γεννήθηκε το 1884 στην Προσοτσάνη. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας του Νάκα Βογιατζή (Ιωάννης Β. Δώδος). Αδέλφια του ήταν ο Δημήτριος Βογιατζής -μετέπειτα δάσκαλος, πρόεδρος κοινότητας Προσοτσάνης και Αρχιμανδρίτης στην επαρχία Προσοτσάνης, ο Νικόλαος που ξυλοκοπήθηκε άγρια από τους Βουλγάρους το 1916 και πέθανε, η Φωτεινή ηρωϊκή δασκάλα που κακοποιήθηκε βάναυσα από τους Βουλγάρους το 1916, η Μαριγούδα που βρήκε τραγικό θάνατο στα φαράγγια της Βροντούς στην τρίτη βουλγαρική κατοχή 1941-44, ο Απόστολος και η Χαρίκλεια.

Από τους πρώτους που επέλεξε ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος για την οργάνωση του αγώνα στην Προσοτσάνη ήταν ο Χρήστος Βογιατζής. Νεαρός τότε και με ανήσυχο πνεύμα άνηκε στην ένοπλη ομάδα, που εκτελούσε διαταγές του Μητροπολίτη. Μια τέτοια διαταγή τον οδήγησε, τον Ιούνιο του 1907, μαζί με τον Άρμεν Κούπτσιο στο γνωστό συμβάν στην περιοχή του Μυλοποτάμου όπου σκότωσαν τον Βούλγαρο κομιτατζή Πλάτσεφ. Η αποστολή αυτή είχε τραγική κατάληξη για τον Άρμεν, ενώ ο Χρήστος Βογιατζής κατέφερε να κρυφτεί σε συγγενικό του σπίτι στην Χωριστή. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Βούλγαρων Κομιτατζήδων. Για την παλικαριά του γράφτηκε το παρακάτω δημοτικό άσμα:

«Βογιατζής φώναξε, βρε Τσαβδάρωφ αρκουδιάρη,

στάσου να πολεμήσουμε αν είσαι παλληκάρι.

Πέντε μήνες τώρα σε ζητώ πού να σ’ εύρω δεν ηξεύρω,

πού πας και χάνεσαι και δεν μπορώ να σ’ εύρω;»

 

Από τότε αναγκάστηκε να ζήσει στην παρανομία. Επικηρυγμένος από τους Τούρκους με 900 τουρκικές λίρες, το βουνό ήταν η μόνη του διέξοδος όπου και εντάχθηκε ως υπαρχηγός στο σώμα του Καπετάν Τζάρα στο Παγγαίο, με πλούσια δράση. Με το κίνημα των Νεοτούρκων επιστρέφει στην Προσοτσάνη μετά την αμνηστία που δόθηκε σε όλους όσους υπηρετούσαν σε ένοπλες ομάδες.

Παρόλα αυτά όμως η δράση του για την ελευθερία της πατρίδας δεν σταμάτησε. Το Φεβρουάριο του 1909 οι πρόκριτοι μαζί με τον Βογιατζή Χρήστο πήγαν στον Μυλοπόταμο, στην οικία του Γεωργίου για κατήχηση. Κατόπιν προδοσίας ήρθε Τούρκος να τους συλλάβει. Ο Νάκος τον σκότωσε. Έπειτα συνελήφθη από τις τουρκικές Αρχές και καταδικάστηκε σε 15 έτη φυλάκισης στις φυλακές της Θεσσαλονίκης. Στις 2 Φεβρουαρίου 1912 αποφυλακίστηκε μετά από ενέργειες του Προξένου Θεσσαλονίκης. Το 1913 ο Χρήστος Βογιατζής συνελήφθη από τους Βούλγαρους κατακτητές μαζί με τον Παπαδημήτρη και τον Νικολάου, καθ’ οδόν όμως απέδρασε. Ο Νικολάου απεβίωσε στη Βουλγαρία από τις κακουχίες, ο δε Παπαδημήτρης απελευθερώθηκε αργότερα. Το 1917 ο θρυλικός αγωνιστής Βογιατζής συνελήφθη πάλι στη Δράμα από τους Βουλγάρους και τον έκλεισαν στις φυλακές επί 12 μήνες, ενώ την οικία του τη λεηλάτησαν κατ’ επανάληψη.

Μετά την απελευθέρωση θα γυρίσει στην Προσοτσάνη όπου θα ζήσει ήσυχα πεθαίνοντας σε ηλικία 84 χρονών, το 1968, ξεχασμένος από όλους. Η μόνη τιμή που του απονεμήθηκε ήταν ένα μετάλλιο και ένα αναμνηστικό δίπλωμα Μακεδονομάχου το 1936.