Ομιλία για τη σφαγή Μακεδονομάχων στο Κ. Νευροκόπι (26-10-1903)
Ιστορία |
Του Γιάννη Παπουτσή
Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και στη νότιο Βαλκανική διαδραματίστηκαν, η επιταχυνόμενη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και η κορύφωση του εθνικισμού των υπόδουλων χριστιανικών κοινοτήτων. Τα νεοπαγή βαλκανικά κράτη, ως φορείς του εθνικισμού αυτού, έθεσαν εξαρχής στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής τους, την εθνική τους ολοκλήρωση. Η Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων, η Ιλλυριστική κίνηση των Σέρβων και ο βαλκανικός ιμπεριαλισμός των Βουλγάρων αποτέλεσαν τα ιδεολογικά οχήματα, πάνω στα οποία εδράστηκε το όραμα της εδαφικής επέκτασης και της εθνικής τους ολοκλήρωσης. Η περιοχή δε, όπου κατεξοχήν συγκρούστηκαν οι μεγαλοϊδεατισμοί των χωρών αυτών ήταν η γεωγραφική ή μείζων Μακεδονία.
Εμείς οι Έλληνες τιμούμε και γιορτάζουμε φέτος τη συμπλήρωση 120 χρόνων από την επίσημη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα από το 1904, γεγονότος που σηματοδοτήθηκε από τη δράση οργανωμένων από την ελεύθερη Ελλάδα, ανταρτικών σωμάτων στην Μακεδονία με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό πυροβολικού του Ελληνικού Στρατού Παύλου Μελά.
Την 13η Οκτωβρίου του 1904, ο γενναίος εκείνος ήρωας έγινε πρωτομάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνα δίνοντας τη ζωή του για τον ΙΕΡΟ ΣΚΟΠΟ, δηλαδή την Ένωση της Μακεδονίας με την Μητέρα Ελλάδα.
Η θυσία του συγκλόνισε το Πανελλήνιο, όπου οι περισσότεροι νεοέλληνες ευαισθητοποιήθηκαν σοβαρά για το εθνικό θέμα για πρώτη φορά. Έτσι δόθηκε το εγερτήριο σάλπισμα για τη σωτηρία της Μακεδονίας από τον πανσλαβισμό και τον Οθωμανικό ζυγό
Στην έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα η ιστορική μας μνήμη στρέφεται με ευγνωμοσύνη σ’ όλους εκείνους, επώνυμους και ανώνυμους, άνδρες και γυναίκες, που με τη θυσία και την προσφορά τους, έκριναν ουσιαστικά την τύχη της Μακεδονίας μας.
Η Μακεδονία υπήρξε ανέκαθεν η «ψυχή» της Ελλάδας. Ο Μακεδονικός Αγώνας αναμφίβολα κατέχει μια θέση αληθινής εποποιίας.
Ήταν ένας αγώνας άγνωστος στη δύναμη και το πάθος του για τους περισσότερους. Αγώνας με πολλές θυσίες, με πολλούς σιωπηλούς μάρτυρες και γενναίους πολεμιστές που έγινε για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους, αλλά πρώτιστα, για την επιβίωση του ίδιου του Ελληνισμού από τον κίνδυνο του Σλαβισμού. Ήταν ένας αγώνας που τον επωμίσθηκε κυρίως ο ντόπιος Ελληνισμός της Μακεδονίας, με τη συνδρομή του μικρού και ανίσχυρου τότε ελληνικού κράτους, αλλά και την εθελοντική συμμετοχή πατριωτών από τις ελεύθερες περιοχές της Ελλάδας.
Γράφτηκαν συγκλονιστικές σελίδες θυσιών, ηρωισμού, αυτοθυσίας και τιμής που κοσμούν την ιστορία μας, συγκινούν δε με την αγνότητα, το ήθος, τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα, τις αξίες, την αυτοθυσία και τα ιδανικά των αγωνιστών που ταπεινά πέρασαν στην Αθανασία και έγιναν οι φύλακες της ελληνικής γης.
Στη ρήση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους τόνιζε ότι λόγοι εθνικοί επιβάλλουν ο Αγώνας αυτός να γίνει Ευαγγέλιο της Ελληνικής Φυλής, διότι έσβησε τη ντροπή του ατυχούς πολέμου του 1897 και με το παράδειγμα των ηρωικών εθελοντών του εξύπνησε και ενεθαρρύνθη ολόκληρο το αποθαρρημένο έθνος, ενυπάρχει η επίσημη επιβράβευση όλων των αγωνιστών.
Ως αφετηρία της σύγκρουσης θεωρείται η κίνηση των Βουλγάρων με την ίδρυση το 1870, της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην οποία θα μπορούσε να υπαχθεί οιαδήποτε πόλη ή χωριό, αν το ζητούσαν τα δύο τρίτα των ντόπιων κατοίκων.
Ο διαχωρισμός του ελληνικού Πατριαρχείου και της βουλγαρικής Εξαρχίας, πέρα από τη θρησκευτική και θεολογική σημασία που είχε, απόκτησε και χαρακτήρα εθνικό, δηλαδή ότι Πατριαρχικοί ήταν οι Έλληνες και Εξαρχικοί οι Βούλγαροι.
Το Ζύρνoβο το 1886, σύμφωνα με τον Νικόλαο Σχοινά, είχε 300 οικογένειες από τις οποίες τα ¾ ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και το ¼ Οθωμανοί.
Ενώ το 1901. σύμφωνα με τους καταλόγους που εστάλησαν στο Πατριαρχείο είχε 192 Ορθόδοξες οικογένειες και 118 Σχισματικές.
Οι Έλληνες του Κ. Νευροκοπίου και της περιοχής του ήταν απομονωμένοι, ζούσαν κοντά ή μέσα στα κέντρα εξόρμησης των βουλγαρικών κομιτάτων και ήταν σχεδόν αδύνατο γι’ αυτούς να μπουν στον ένοπλο αγώνα. Έτσι, το μόνο όπλο, το οποίο διέθεταν οι Έλληνες έναντι των Βουλγάρων ήταν η Εκκλησία και το Σχολείο.
Η πίστη στο Θεό και στην Πατρίδα.
Οι Βούλγαροι πίστευαν πως με το οριστικό κλείσιμο των ελληνικών σχολείων και την υφαρπαγή των εκκλησιών των Ελληνορθόδοξων με κάθε αθέμιτο τρόπο, αλλά και την ίδρυση των δικών τους σχολείων, μοιραία οι Έλληνες της περιοχής θα οδηγούνταν στον εκβουλγαρισμό τους.
Έτσι αρχίζει η προσπάθεια των Βουλγάρων να προσηλυτίσουν στην Εξαρχία με κάθε μέσο, αρχικά με ειρηνικά μέσα (κηρύγματα, προπαγάνδα, χρήματα για την εξαγορά συνειδήσεων κ.ά.) και αργότερα με τη βία και τις απειλές, το φόβο ως απότοκο της τρομοκρατίας, την πείνα ως την πιο ακραία μορφή εκφοβισμού και τελικά τη μέθοδο της εν ψυχρώ δολοφονίας σε όσο το δυνατό περισσότερους κατοίκους στις διαφιλονικούμενες επαρχίες της Μακεδονίας και της Θράκης, που ανέκαθεν θεωρούνταν νόμιμη προγονική μας κληρονομιά.
Η περιοχή της Δράμας, ως μέρος της μείζονος Μακεδονίας, κατέστη πεδίο έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.
Οι Δραμινοί, για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, έδωσαν έναν σκληρότατο αγώνα έναντι των Βουλγάρων. Ο αγώνας εκείνος δόθηκε διαχρονικά σε δύο επίπεδα, στο πολιτιστικό – εκπαιδευτικό και της ένοπλης αντιπαράθεσης.
Έτσι, πολλές κοινότητες, κυρίως της περιοχής Νευροκοπίου, χωρίς καμία έξωθεν βοήθεια, παραμελημένες και αφημένες ως βορά στη βουλγαρική προπαγάνδα και με την αίσθηση ότι το εθνικό κέντρο αδιαφορούσε γι’ αυτές και δε νοιαζόταν για το τι γίνεται στην ακραία αυτή ελληνική γη, δεν άντεξαν. Είτε πειθόμενοι δια γλωσσικών λόγων, είτε επειδή εξαναγκάστηκαν βίαια από τους Βουλγάρους προπαγανδιστές και προσχώρησαν στο Σχίσμα.
Κοντά στους Βούλγαρους κομιτατζήδες, οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν και την αλλοπρόσαλλη πολιτική της Τουρκίας, η οποία τασσόταν φανερά υπέρ των βουλγαρικών συμφερόντων και κατά των δικαίων του Ελληνισμού.
Με ιδιαίτερη συγκίνηση αλλά και σεβασμό βρισκόμαστε σήμερα εδώ, στον ιερό τούτο χώρο, για να τιμήσουμε τους ήρωες του Νευροκοπίου, ως έχουμε υποχρέωση και οφειλή απέναντι στην Ιστορία και τις επερχόμενες γενεές.
Ήρωες που προσέφεραν ότι πολυτιμότερο είχαν, την ίδια τους τη ζωή, υπερασπιζόμενοι ιδανικά, αξίες και παρακαταθήκες του έθνους μας.
Τα ιστορικά γεγονότα μαρτυρούν, αλλά και αυτά που διαδραματίζονται γύρω μας τα τελευταία χρόνια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο παρά μόνο η Ιστορία που γράφεται, η οποία πρέπει να γίνεται αντικείμενο μελέτης και έρευνας και όλοι μας οφείλουμε να την σεβόμαστε και να την αναπαράγουμε σε εκδηλώσεις όπως η σημερινή ΌΧΙ για την διαιώνιση του μίσους αλλά ως τον ελάχιστο φόρο τιμής γι΄ αυτούς που θυσιάστηκαν.
Δύο ζητήματα, λοιπόν, είναι κυρίαρχα για όλους μας όσο αφορά τον Μακεδονικό Αγώνα: α) η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ και β) η ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ.
Σε εκείνο τον Αγώνα κατά του εκβουλγαρισμού οι Έλληνες είχαν ως οδηγούς και πρωτοστάτες τους δύο άξιους ήρωες Μητροπολίτες Νικόδημο και Θεοδώρητο (1903-1907), “… διαπρέπων επί παιδεία και αρετή, σεμνός το ήθος και απέριττος τους τρόπους, αγαπάται ή μάλλον λατρεύεται υπό του ποιμνίου του (…)”, που από την πρώτη στιγμή της ενθρόνισής τους στην Ιερά Μητρόπολη Νευροκοπίου εργάστηκαν δυναμικά για να πετύχουν στο εθνικό έργο τους που ήταν: Η Εμψύχωση των κατοίκων των Κοινοτήτων και η προσπάθεια τους να περιορίσουν τη δράση της Εξαρχίας.
Ο Γάλλος δημοσιογράφος, περιηγητής Παγιερές, στο βιβλίο του «Μακεδονική θύελλα» γράφει σχετικά «Οι Βούλγαροι μεταχειρίζονται τα όπλα και τα βασανιστήρια, ενώ οι Έλληνες παλεύουν με τα βιβλία και το σταυρό».
Ο ίδιος σε συνέντευξή του από τον μητροπολίτη Δράμας, Χρυσόστομο Καλαφάτη, διασώζει και μας αποκαλύπτει το ρόλο των φλογερών εκείνων ιεραρχών της περιοχής μας για το πατριωτικό και εκκλησιαστικό έργο τους, καθώς αποτυπώνει ξεκάθαρα την αποστολή τους λέγοντας:
«Είμαστε εδώ όχι μόνο ως εκπρόσωποι του Πατριαρχείου αλλά κυρίως ως υπερασπιστές της ελληνικής ιδέας».
Οι ιεράρχες αρχίζουν και μεταστρέφουν το κλίμα.
Απόδειξη της ελληνικής μεταστροφής αποτελούν τα λόγια του Παγγιαρές, ο οποίος περιέγραφε τον αγώνα των Ελλήνων ως εξής:
«Τι με ενδιαφέρει αν τα θύματα του βουλγαρικού κομιτάτου μιλούν ελληνικά, κουτσοβλαχικά, τουρκικά ή βουλγαρικά. Ό, τι με ενδιαφέρει είναι πως όλοι αυτοί οι Μακεδόνες, ανεξαρτήτως από την γλώσσα τους, προτιμούν να σταυρωθούν από τους κομιτατζήδες παρά να απαρνηθούν τον Ελληνισμό τους. Οι άσημοι αυτοί ήρωες είναι Έλληνες και κλίνω το γόνυ προ του υπέρτατου μεγαλείου τους».
Με πλήρη συναίσθηση των λόγων και πράξεών του ο φλογερός ποιμενάρχης Χρυσόστομος κηρύσσει την Κυριακή 19 Οκτωβρίου 1903 στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Ζυρνόβου, τον ένοπλο αγώνα και τη δυναμική αντίσταση στις δολοφονικές ορδές των κομιτατζήδων βροντοφωνάζοντας: «Πωλησάτω έκαστος το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν».
Το ίδιο θα επαναλάβει λίγο αργότερα στο Βώλακα και στην εκκλησία, αμέσως μετά τη θεία λειτουργία. Ανάμεσα στο εκκλησίασμα και ο Προκόπιος Κούπτσιος με τον γιο του Άρμεν.
Ο Άρμεν Κούπτσιος γίνεται το φόβητρο των βουλγαρικών συμμοριών αναλαμβάνοντας τις πιο δύσκολες ένοπλες αποστολές.
Ακόμη, στην προσπάθεια αναχαίτισης του Βουλγαρισμού, έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι δάσκαλοι, που μέσα από τους κινδύνους για την ίδια τη ζωή τους, ανέπτυξαν μεγάλη πατριωτική δράση, οι ιερείς και οι ιεροκήρυκες που από τους άμβωνες των εκκλησιών ενδυνάμωναν τους πιστούς, οι έμποροι, που ενίσχυαν οικονομικά τις κοινότητες, οι ανώνυμοι χωρικοί που υπέμειναν καρτερικά στις πιέσεις και στους εκβιασμούς των Βουλγάρων προπαγανδιστών και τέλος οι πρόκριτοι των κοινοτήτων.
Οι πρόκριτοι της εποχής του Μακεδονικού Αγώνα, απλοί άνθρωποι του χωριού, βιοπαλαιστές, ήταν τα πλέον σημαίνοντα πρόσωπα των ελληνικών κοινοτήτων.
Επωμιζόμενοι το ρόλο του συμβούλου και του χορηγού σε πολλές περιπτώσεις ενθάρρυναν τους Έλληνες, ώστε να κρατούν ακμαίο και υψηλό το ηθικό τους, για να μπορούν να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά το βουλγαρικό κομιτάτο και τους Βουλγάρους προπαγανδιστές.
Αυτούς έβαλε το κομιτάτο και τα όργανά του ως πρωταρχικό στόχο να εξοντώσουν για να μπορούν ελεύθερα να δρουν οι Βούλγαροι και γιατί πίστευαν πως, αν έβγαιναν από τη μέση, θα παρέλυε κάθε μορφή αντίστασης σ` όλα τα χωριά της Επαρχίας Νευροκοπίου.
Οι πρόκριτοι του Ζιρνόβου είχαν προγραφεί στη λίστα των μελλοθάνατων. Περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσουν το δόλιο σχέδιό τους.
Αυτή δόθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1903.
Ήταν Πέμπτη!
Ημέρα κατά την οποία οι Ζιρνοβίτες γιόρταζαν τον Πολιούχο τους, Άγιο Δημήτριο. Ο δάσκαλος Κων/νος Χρηστίδης, ο οποίος εκτελούσε και χρέη ιεροψάλτη και οι τρεις πρόκριτοι Νικόλαος Γέρμαν, Γεώργιος Γέρμαν και Ζαφείριος Ζαφειρίου (καπνομεσίτης),οι στυλοβάτες της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας Ζιρνόβου πήγαν στην εκκλησία, αν και κάποια σχισματική γυναίκα τους προειδοποίησε να μην πάνε, γιατί γνώριζε προφανώς ότι ήταν στόχος των κομιτατζήδων.
Την ώρα της Θείας Λειτουργίας συγκεντρώθηκαν έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου εξωμότες από τα γύρω χωριά καθώς και 30 με 40 ένοπλοι κομιτατζήδες άλλοι επαγγελματίες και άλλοι ερασιτέχνες δολοφόνοι. Ήταν στρατευμένοι του Μπανίτσαλη Στόημεν από τα περίχωρα του Ζιρνόβου.
Στις 10 η ώρα οι ιερόσυλοι κομιτατζήδες με ξίφη παλλόμενα μπήκαν στην εκκλησία. Αφού έβαλαν φρουρούς παντού στις πόρτες, άρχισαν ως λύκοι μαινόμενοι να αναζητούν τα θύματά τους ανάμεσα στο πλήθος των πιστών. Κάποια στιγμή τους εντόπισαν. Τους συνέλαβαν και τους έδεσαν με σχοινιά. Έπειτα τους έσυραν ως εδώ, στον τόπο του εγκλήματος, όπου τους κατακρεούργησαν.
Το πλήθος των χριστιανών που κατέκλυσε την εκκλησία μπροστά σ’ αυτούς τους αναμαλλιάρηδες και άγριους δολοφόνους με την λάμψη του σατανά στα μάτια τους, φοβήθηκαν.
Στο μεταξύ ένας Ελληνορθόδοξος, ο οποίος κατάφερε να διαφύγει από την εκκλησία, έτρεξε προς την τουρκική συνοικία για να αναγγείλει το δυσάρεστο γεγονός. Αμέσως οι φίλοι των Ελλήνων, Οθωμανοί και πρώτος όλων ο Μουράτ Τσαούς, κοινός φίλος του δασκάλου Χρηστίδη και του Γιάννη Ζαφειρίου άρπαξαν τα όπλα και έτρεξαν προς καταδίωξη των κακούργων κομιτατζήδων.
Οι κομιτατζήδες, όταν είδαν ότι οι Οθωμανοί τους πλησιάζουν όλο και περισσότερο και αφού εκτέλεσαν τα θύματά τους τράπηκαν σε φυγή για να σωθούν. Οι Οθωμανοί τους πλησίασαν σε μικρή απόσταση και άνοιξαν πυρ εναντίον τους σκοτώνοντας οκτώ απ’ αυτούς. Οι κομιτατζήδες ανταπέδωσαν τα πυρά. Και δυστυχώς, μια σφαίρα βρήκε τον Μουράτ στο στήθος και έπεσε νεκρός.
Μπροστά σ’ αυτή την πικρή πραγματικότητα ο Ίωνας Δραγούμης, που τότε διηύθυνε προσωρινά το προξενείο Σερρών, επισκέφτηκε το Ζίρνοβο κατά την ημέρα της κηδείας των θυμάτων, που έγινε από τον Αρχιδιάκονο Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, “πνευματικό ανάστημα”, του Χρυσοστόμου και πολύτιμος βοηθός του, και που αργότερα, το 1961, χρήσθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ενθάρρυνε τις οικογένειες των θυμάτων και τις ενίσχυσε οικονομικά καθώς και τους παρευρισκόμενους στην κηδεία καθησύχασε με την διαβεβαίωση ότι θα διορθωθούν τα πράγματα προς το καλύτερο.
Με τη σημερινή μνημόσυνη εκδήλωση τιμούμε τη μνήμη των προκρίτων Μακεδονομάχων του Κ. Νευροκοπίου. Στην αναμνηστική στήλη που έχουμε μπροστά μας αναγράφονται τα ονόματά τους Κων/νος Χρηστίδης, Νικόλαος Γέρμαν, Γεώργιος Γέρμαν και Ζαφείριος Ζαφειρίου οι οποίοι εκτελέστηκαν από τους κομιτατζήδες το 1903. Αυτοί οι ήρωες μαζί με όλους τους δεκάδες επώνυμους και ανώνυμους μακεδονομάχους της περιοχής Κ. Νευροκοπίου, έπραξαν το καθήκον τους. Έφεραν σε αίσιο τέλος την ιερή αποστολή τους που ήταν να κρατήσουν τον τόπο αυτό ελεύθερο.
Γι’ αυτό είναι άξιοι θαυμασμού από εμάς τους μεταγενέστερους και παράδειγμα προς μίμηση. Πάντα να έχουμε στο νου μας ότι λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους, πεθαίνουν.
Οι χρόνοι του Μακεδονικού Αγώνα, προπαρασκεύασαν τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, που έκριναν αποφασιστικά την τύχη του Βόρειου ελληνισμού.
Η Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (10/8/1913) επέδωσε την Δράμα στην Ελλάδα.
Η ιστορία πάντως είναι μια συζήτηση με το παρελθόν και έχει νόημα για την αυτοσυνειδησία, απαραίτητη προκειμένου να προχωρήσουμε στο μέλλον.
Η γνώση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στο παρελθόν και η υπόμνησή τους δεν έχει σήμερα την έννοια της αναζωπύρωσης των παθών αλλά παραδείγματος προς αποφυγή και διδάγματος προς διατήρηση της καλής γειτονίας και ειρηνικής συνεργασίας των λαών.
Εμείς ως Κέντρο Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας συνεχίζουμε την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας.
Κ. Νευροκόπι 26 Οκτωβρίου 2024
Γιάννης Παπουτσής
Πρόεδρος του Κέντρου Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας