ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΛΥΡΑ
Μουσικά όργανα |
Έγχορδο μουσικό όργανο της αρχαιότητας, που συνδέεται με το μύθο του Ορφέα. Αρχικά πίστευαν ότι την κατασκεύασε πρώτος ο θεός Απόλλωνας, ωστόσο, σύμφωνα με την μυθολογία εφευρέτης της θεωρείται ο θεός Ερμής. Οι αρχαίοι πάντως τιμούσαν πολύ την λύρα, γιατί την θεωρούσαν «ευγενικό» όργανο.
Αποτελούνταν από χορδές, που είχαν περίπου το ίδιο μήκος, τεντωμένες σ’ ένα σκελετό, επτά έως εννέα στον αριθμό.
Σήμερα, η λύρα χρησιμοποιείται σαν μουσικό όργανο σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η μορφή και το κούρδισμα αλλάζει από τόπο σε τόπο. Διακρίνουμε την πολιτική λύρα, την κρητική, την ποντιακή (κεμεντζές) την θρακική (πολύχορδη), και την αχλαδόσχημη μακεδονική λύρα που όμως την συναντάμε και σε διάφορα νησιά (Κάσος κτλ).
Η Μακεδονική λύρα, που μοιάζει με απίδι – αχλάδι (αχλαδόσχημη), διαφέρει από τους άλλους τύπους λύρας, στο κούρδισμα και στο τρόπο τεχνικής παιξίματος.
Δεν έχει σημασία το απόλυτο τονικό ύψος των χορδών (όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλα τα αρχέγονα λαϊκά όργανα). Αποτελείται από τρεις χορδές που παίζονται με δοξάρι. Η πρώτη κουρδίζεται ψηλότερα απ’ όλες, η μεσαία μια οκτάβα και η τρίτη χορδή μια τετάρτη χαμηλότερα από την πρώτη.
Χαρακτηριστική ιδιομορφία στο παίξιμο της λύρας είναι ότι ο οργανοπαίχτης χρησιμοποιεί και το νύχι, αλλά και την ψύχα των δαχτύλων. Η πρώτη χορδή παίζεται μόνο με το νύχι, η τρίτη μόνο με την ψύχα και η μεσαία χορδή μόνο με το δοξάρι έχοντας το ρόλο του ισοκράτη, φανερώνοντας έτσι τις Βυζαντινές καταβολές αυτού του οργάνου, όπως και του μακεδονικού μέλους γενικότερα.
Η σκάφη, το χέρι και η κεφαλή γίνονται από μονοκόμματο ξύλο, παλιότερα από ξύλο μουριάς και καρυδιάς, ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται και άλλα ξύλα όπως δαμασκηνιάς, αχλαδιάς, κερασιάς κτλ (τα αφήνουν όμως ένα χρόνο να ξεραθούν).
Το καπάκι γίνεται από το ίδιο ξύλο, χωρίς ρόζους και να έχει πυκνά νερά, παράλληλα προς τις χορδές.
Οι χορδές παλαιότερα ήταν από έντερο κατσικιού, κατασκευάζονταν από τους ίδιους τους οργανοπαίχτες, με προτίμηση στα μικρά ζώα γιατί τα έντερα τους καθαρίζονταν εύκολα και ήταν πιο ανθεκτικά.
Σήμερα οι περισσότεροι χρησιμοποιούν χορδές εμπορίου.
Το δοξάρι παλιότερα είχε σχήμα τόξου και ανάλογα με την προτίμηση του μουσικού, από πολύ σκληρό ή πολύ ελαφρύ ξύλο. Οι τρίχες του δοξαριού είναι από ουρά αλόγου.
Οι μερακλήδες οργανοπαίχτες «στόλιζαν» την λύρα με σκαλισμένα σχήματα στη σκάφη και στο κεφάλι δίνοντας μια ατελείωτη πρόκληση στην έμπνευση των κατασκευαστών, να την κάνουν πολύ όμορφη.
Σήμερα τα χωριά της Δράμας όπου συναντάμε την συγκεκριμένη λύρα σαν βασικό όργανο είναι η Πετρούσα, ο Ξηροπόταμος, το Μοναστηράκι και οι Πύργοι.
Αποτελούνταν από χορδές, που είχαν περίπου το ίδιο μήκος, τεντωμένες σ’ ένα σκελετό, επτά έως εννέα στον αριθμό.
Σήμερα, η λύρα χρησιμοποιείται σαν μουσικό όργανο σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η μορφή και το κούρδισμα αλλάζει από τόπο σε τόπο. Διακρίνουμε την πολιτική λύρα, την κρητική, την ποντιακή (κεμεντζές) την θρακική (πολύχορδη), και την αχλαδόσχημη μακεδονική λύρα που όμως την συναντάμε και σε διάφορα νησιά (Κάσος κτλ).
Η Μακεδονική λύρα, που μοιάζει με απίδι – αχλάδι (αχλαδόσχημη), διαφέρει από τους άλλους τύπους λύρας, στο κούρδισμα και στο τρόπο τεχνικής παιξίματος.
Δεν έχει σημασία το απόλυτο τονικό ύψος των χορδών (όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλα τα αρχέγονα λαϊκά όργανα). Αποτελείται από τρεις χορδές που παίζονται με δοξάρι. Η πρώτη κουρδίζεται ψηλότερα απ’ όλες, η μεσαία μια οκτάβα και η τρίτη χορδή μια τετάρτη χαμηλότερα από την πρώτη.
Χαρακτηριστική ιδιομορφία στο παίξιμο της λύρας είναι ότι ο οργανοπαίχτης χρησιμοποιεί και το νύχι, αλλά και την ψύχα των δαχτύλων. Η πρώτη χορδή παίζεται μόνο με το νύχι, η τρίτη μόνο με την ψύχα και η μεσαία χορδή μόνο με το δοξάρι έχοντας το ρόλο του ισοκράτη, φανερώνοντας έτσι τις Βυζαντινές καταβολές αυτού του οργάνου, όπως και του μακεδονικού μέλους γενικότερα.
Η σκάφη, το χέρι και η κεφαλή γίνονται από μονοκόμματο ξύλο, παλιότερα από ξύλο μουριάς και καρυδιάς, ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται και άλλα ξύλα όπως δαμασκηνιάς, αχλαδιάς, κερασιάς κτλ (τα αφήνουν όμως ένα χρόνο να ξεραθούν).
Το καπάκι γίνεται από το ίδιο ξύλο, χωρίς ρόζους και να έχει πυκνά νερά, παράλληλα προς τις χορδές.
Οι χορδές παλαιότερα ήταν από έντερο κατσικιού, κατασκευάζονταν από τους ίδιους τους οργανοπαίχτες, με προτίμηση στα μικρά ζώα γιατί τα έντερα τους καθαρίζονταν εύκολα και ήταν πιο ανθεκτικά.
Σήμερα οι περισσότεροι χρησιμοποιούν χορδές εμπορίου.
Το δοξάρι παλιότερα είχε σχήμα τόξου και ανάλογα με την προτίμηση του μουσικού, από πολύ σκληρό ή πολύ ελαφρύ ξύλο. Οι τρίχες του δοξαριού είναι από ουρά αλόγου.
Οι μερακλήδες οργανοπαίχτες «στόλιζαν» την λύρα με σκαλισμένα σχήματα στη σκάφη και στο κεφάλι δίνοντας μια ατελείωτη πρόκληση στην έμπνευση των κατασκευαστών, να την κάνουν πολύ όμορφη.
Σήμερα τα χωριά της Δράμας όπου συναντάμε την συγκεκριμένη λύρα σαν βασικό όργανο είναι η Πετρούσα, ο Ξηροπόταμος, το Μοναστηράκι και οι Πύργοι.
Παλαιοί οργανοπαίκτες λύρας ήταν:
Στο Μοναστηράκι:
- Τουλούμης Νίκος, ο τελευταίος αυτοδίδακτος λυράρης μας, συνεχιστής μιας μακραίωνης οικογενειακής μουσικής κληρονομιάς και παράδοσης παρέδωσε την ψυχή του, το πνεύμα του την πρωτοχρονιά του 2011, 83 χρόνων. Ο μοναδικός μελωδικός ήχος του «κεμενέ» του άφησε πίσω του παλιές δόξες, παλιά μεγαλεία, μουσικά ταξίδια, μουσικές, χορευτικές και …αυθεντικές αναμνήσεις. Συνέδεσε και ένωσε τη μουσική μας κληρονομιά απ’ το απώτατο παρελθόν στο παρόν και το μέλλον. Τη μουσική του τέχνη -έτσι όπως τη γνώρισε, βίωσε και έμαθε από τον πατέρα και παππού του- τη μετέδωσε και παρέδωσε ως συνεισφορά μεγίστη όχι μόνο στην κοινότητά μας αλλά στο πανελλήνιο. Η μουσική του ως οδηγός, παραμένει φάρος άσβεστος επειδή στη διαδρομή του εν ζωή δημιούργησε ημέρες λύρας και «γέννησε σχολή». Ενέπνεε σιγουριά. Υπήρξε το θεμέλιο επάνω στο οποίο στηρίζονταν όλη η μουσική υποστήριξη των τελετουργιών και των δράσεών μας. Συμμετείχε σε όλες τις πολιτιστικές εκφάνσεις και τις εκδηλώσεις του χωριού καθώς και σε όλες τις άλλες εκδηλώσεις εκτός των ορίων της περιοχής μας με σημαντικότερες Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (16-01-1992), Ηρώδειο (1992, 1997), στο Διεθνές Φεστιβάλ Δρωμένων – Μεταμφιεσμένων [(Pernik – Βουλγαρίας) (1998, 2000)], στο Αμφιθέατρο του Πειραιά, του Παπάγου, του Αλίμου, στην Πλάκα της Αθήνας, στη Γαλλία, Κοζάνη, Κομοτηνή, Ξάνθη, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Τύρναβο, Σοχό κ.λ.π., και έδωσε με τη λύρα του το μουσικό του στίγμα.
- Τουλούμης Γιώργος, γεννημένος το 1933, ξενιτεύτηκε στη Γερμανία, αλλά και εκεί είχε μαζί τη λύρα του, για να πνίγει τον καημό και τη νοσταλγία στις ελεύθερες ώρες του μέχρι την επιστροφή στη γενέτειρα. Όταν γύρισε κατέστη βασικό στημόνι και απ’ τους πρωτεργάτες του Συλλόγου μας συμμετέχοντας παντού με θέρμη σε όλα τα μικρά και μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα. Ήταν αφυπνισμένος γι’ αυτό και έκανε τις ρήξεις του με τις απαγορεύσεις. Ήταν ο πιο θαρραλέος και με τόλμη απ’ την οικογένεια των Τουλούμηδων, με αυξημένη αυτοπεποίθηση, ελεύθερος, αυθόρμητος, ενθουσιώδης, παρορμητικός, ακόρεστος στην προσφορά και την αλληλεγγύη, αοιδός που έδινε πνοή, με απέραντη αγάπη για τη μουσική μας κληρονομιά και παράδοση, εμψυχωτής στην παρέα, μερακλής, σκορπούσε το κέφι με τα τραγούδια του και διέχεε αυθεντικά μηνύματα καθώς εξακοντιζόταν στο χώρο μέσω του γλεντιού. Ακούραστος, επιθυμούσε να απελευθερώνει τη φυσικότητά του, συνεισέφερε πάρα πολλά στα δρώμενα του τόπου μας στη σύντομη ζωή του, μα ιδιαίτερα στους Αράπηδές μας, και που μαζί με τον αδερφό του Νίκο και τους νταϊρετζήδες Κιάκο Νικόλα και Παπουτσή Κώστα καθοδήγησαν με τους μελωδικούς συνταιριασμένους ήχους τους τα βήματα πολλών χορευτών. Ένα κομμάτι όμως από μάρμαρο της Δραμινής γης τον κτύπησε θανάσιμα και έκοψε το νήμα της ζωής του το 1992 μετά τις πολλές μας επιτυχίες και πάνω στο απαύγασμα, τη λάμψη και την ακτινοβολία μας.
- Ταντσίνης Ηλίας, έφυγε για τον άλλο κόσμο στις 7-11-2004, 83 ετών, ο κεμενετζής που από πολύ νέος μέχρι το τέλος του βίου χωρίς διακοπές υπηρέτησε και διακόνησε τη μουσική μας παράδοση και κληρονομιά. Η μουσική του ερμηνεία ήταν μοναδική για κάθε ρυθμό και τραγούδι, διαμάντια στα δρώμενα, στις γιορτές, στους γάμους, μύηση στο νόημα και στον πλούτο ετούτου του κόσμου, τυλιγμένη στην αχλύ του μύθου. Ενσάρκωνε το αρχέγονο τοπικό μας ηχόχρωμα. Είχε πει, «ακούγαμε τα κελαϊδίσματα των πουλιών και προσπαθούσαμε να τα παίξουμε στη λύρα …». Έφτιαχνε και ερμήνευε τη μουσική του με έμπνευση και εσωτερικό ρυθμό, μια σύζευξη βιωμάτων, ερμηνειών και εκτιμήσεων, με εξονυχιστική ακρίβεια από πάντα. Ήταν ένας ιδιαίτερος, μοναδικός, ιδιότροπα τελειομανής λυράρης, με οξεία δοξαριά όχι τόσο ωραία και εύηχα, ούτε πρωτότυπα, για τους αμύητους, αλλά σίγουρα διαφορετικός και σπουδαίος με το τοπικό μας ηχόχρωμα να δεσπόζει.
- Τουλούμης Ανέστης («Τρασιτόρμπας»), (1903-1978). Αριστερόχειρας στο δοξάρι, «έφαγε πολύ ξύλο» που έπαιζε λύρα και γι’ αυτό πολύ φοβισμένος. Πάντα ξεκινούσε να παίζει με τη ράμνα στο τραγούδι «τά καλέ…», αυτό ήταν η δική του επίκληση.
- Τουλούμης Δημήτριος, ήταν εκτός από πολύ καλός λυράρης και «ζαναετζής». Είχε μια γκρινιάρα γυναίκα που συνεχώς διαμαρτύρονταν επειδή αφιέρωνε ώρες πολλές στη λύρα του. Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον απόσπασης προσοχής και συγχύσεων από τα νεύρα του την έσπαγε μπροστά της, μετέπειτα όμως όταν πήγαινε στα πρόβατα έφτιαχνε άλλη και πάντα έκανε το μεράκι του ξεδιπλώνοντας το μουσικό του ταλέντο, μιας και μετέδωσε την τέχνη του αυτήν στον γιό του Ανέστη και τους εγγονούς του Νίκο και Γιώργο, οι οποίοι έμελε να «δοξάσουν» τη μουσική μας κληρονομιά μέχρι το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (16-1-1992) και την ίδια χρονιά στο Ηρώδειο (10-9-1992).
- Λουκάς Βασίλειος, σκοτώθηκε στην Κρήτη το 1941. Ήταν παντρεμένος με την Αλατζά Ροδίτσα η οποία βάφτισε τον Κιάκο Νικόλα. Στη σύντομη ζωή του άφησε πίσω του θύμισες και ως σπουδαίου λυράρη, πέραν του έλληνα στρατιώτη που έδωσε το αίμα του για την πατρίδα εναντίον των Γερμανών κατακτητών.
- Κιόρογλου Στέργιος («Μπαρμπα-Στέργιος», «ντάζμπερε»), απεβίωσε στις 26-6-1971 ετών 88. Ήταν καλός λυράρης και ο απόηχός του επειδή έμενε στην πλατεία και στο κέντρο υπάρχει ακόμη ως μουσική ενέργεια.
- Τερζής Φυλακτός («Μπάρμπα Φυλακτός», «κλητήρας»), έπαιζε θρακιώτικη λύρα που μπολιάστηκε και αλληλοεπηρεάστηκαν με τη δική μας ντόπια. Ήταν πατέρας του Νίκου Τερζή, τον οποίον στεφάνωσε ο Αθανάσιος Αλέξανδρου Παπουτσής.
Στον Ξηροπόταμο:
- Κιουμουρτζής Ανδρέας (10/06/1922 - 02/09/1982). Είναι ο στιχουργός του τραγουδιού ‘Σ αυτό το σπίτι το ψηλό’ το 1942 που αργότερα, τη δεκαετία του ‘80, παραλλάχθηκε από χωριανούς για να πάρει τη μορφή που δισκογραφήθηκε το 1992 στο δίσκο ‘Μακεδονικά Παραδοσιακά’. Ήταν αυτοδίδακτος στη λύρα και συμμετείχε στο δρώμενο των Αράπηδων τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60.
- Κυριακίδης Γεώργιος (15/01/1926 - 29/12/2002). Οργανοπαίκτης και κατασκευαστής λύρας με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το στολισμό των κεμενέδων με περίτεχνα σκαλίσματα.
- Δεμίσης Αβραάμ (15/05/1927 - 19/12/2011). Αυτοδίδακτος οργανοπαίκτης, κατασκευαστής και δάσκαλος της Μακεδονικής λύρας. Μοιράστηκε τις γνώσεις του και δίπλα του μαθήτευσαν πολλοί από τους σημερινούς λυράρηδες στα χωριά της Δράμας. Οι λύρες του έχουν ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα και το γλυκό και καθαρό παίξιμό του παραμένει πρότυπο μέχρι σήμερα. Συμμετείχε στις περισσότερες δισκογραφικές δράσεις που αφορούσαν τη μουσική παράδοση των ντόπιων κατοίκων της Δράμας μέχρι το 2008 και ήταν αυτός που από την ίδρυση του συλλόγου του Ξηροποτάμου το 1979, έντυνε μουσικά τις σημαντικότερες δράσεις του, μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ο γερμανός εθνομουσικολόγος R. Brandl κατέγραψε το παίξιμο του Αβραάμ το 1998 και εξέδωσε βιβλίο με τίτλο ‘Μουσικές του Ξηροποτάμου’ που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε το 2001.
- Κιοσσές Αθανάσιος (1928-2016). Έμαθαν να παίζουν Μακεδονική λύρα μαζί με τον Αβραάμ Δεμίση από παιδική ηλικία. Έζησε πολλά χρόνια στη Γερμανία και έτσι, μαζί με άλλους Ξηροποταμίτες που έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στο εξωτερικό, κράτησαν ατόφιο και ζωντανό το χρώμα και τα παλιά τραγούδια της γενέτειρας τους.
- Αρναούτης Γεώργιος (17/03/1928 - 05/02/1997). Ιδιαίτερος δεξιοτέχνης και κατασκευαστής της λύρας. Μεγαλούργησε τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 όπου με τον Χρήστο Τότσιο στο νταϊρέ είχαν ξακουστή ζυγιά στη περιοχή. Χαρακτηριστικό του ήταν η κατασκευή λύρας μικρότερης σε μέγεθος από το συννηθισμένο και είχε ιδιαίτερα γρήγορο και καθαρό παίξιμο. Υπήρξε από τα πρώτα μέλη που στήριξαν μουσικά το Σύλλογο του Ξηροποτάμου και συμμετείχε στις καταγραφές που πραγματοποίησε το Πελοπονησιακό Ίδρυμα στον Ξηροπόταμο το 1973.
- Τραγκός Βασίλειος (01/02/1928 - 30/04/2011). Καταγόταν από οικογένεια με μουσικές καταβολές καθώς οι γονείς του ήταν περίφημοι τραγουδιστές. Το παίξιμο της λύρας του ήταν χαρακτηριστικό και συνυφασμένο με την έντονη και πληθορική προσωπικότητά του. Δισκογραφικά συμμετείχε στις καταγραφές του Πελοπονησιακού Ίδρύματος το 1973 και στους δίσκους ‘Μακεδονικά Παραδοσιακά’, ‘Μουσικούς Θησαυρούς της Δράμας’ και στο ‘Κάλεσμα΄. Ήταν μουσικός του Συλλόγου Ξηροποτάμου για πολλά χρόνια και συμμετείχε στο έθιμο των αράπηδων τις δεκαετίες του ‘50, ‘60 και ‘70.
- Ηλούσης Αθανάσιος (23/12/1928 - ). Έμαθε λύρα από τον παππού και τον πατέρα του. Ατόφιος μουσικός του Ξηροποτάμου που συμμετείχε με τσέτες στο δρώμενο των Αράπηδων για πολλά χρόνια, συμπεριλαμβανομένων και των δύσκολων χρόνων της δεκαετίας του ‘70.
- Αργυριάδης Νικόλαος (20/03/1937 - 02/11/2006). Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Ξηροπόταμο. Συμμετείχε παίζοντας λύρα στο δρώμενο των Αράπηδων, την δεκαετία του 1960.
- Κιόρβαντσης Δημήτριος (1942 - ). Λυράρης αλλά και ακορντεονίστας, έπαιξε σε πολλά τοπικά γλέντια και στο δρώμενο των Αράπηδων, τις δεκαετίες του ‘50 και ‘60. Έζησε αρκετά χρόνια στη Γερμανία.
- Μήτρου Ιωάννης (1939 - ). Υπήρξε κατασκευαστής της αχλαδόσχημης λύρας. Πειραματίστηκε έντονα στο τρόπο κατασκευής επηρεασμένος και από γειτονικές περιοχές. Έζησε πολλά χρόνια στη Γερμανία, συμμετέχοντας στον πολιτιστικό σύλλογο που δημιούργησαν οι χωριανοί στο Nurtingen της Στουτγκάρδης.
- Ρήσος Κιουμουρτζής: Γεννημένος τη δεκαετία του 1860 είναι ο παλαιότερος καταγεγραμμένος μουσικός του Ξηροποτάμου. Οι μαρτυρίες χωριανών αναφέρουν πως έπαιζε κεμενέ, νταϊρέ, γκάιντα, καβάλι και αρμόνικα (τύπος προγενέστερου ακορντεόν) καθώς επίσης κατασκεύαζε όλα τα τοπικά μουσικά όργανα.
Ακόμη έπαιξαν λύρα οι εξής: Κιοσσές Βασίλειος, Τραγκός Κων/νος, Κιουμουρτζής Ιωάννης, Κιουμουρτζής Βασίλειος, Κιουμουρτζής Χρήστος, Πασχάλης Άγγελος, Μήτρου Θεόδωρος, Θεολογίδης Ανδρέας, Κιόρβαντσης Ιωάννης, Πουλίσης Δημήτριος, Χαρίσκος Δημήτριος, Βαρσάμης Βασίλειος.
Στην Πετρούσα:
- Κατραντζής Δημήτριος. Γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1912 και πέθανε στις 27 Μαρτίου 2008 σε ηλικία 96 ετών. Ήταν από τους πιο παλιούς λυράρηδες του χωριού. Ήταν παντρεμένος με την Αικατερίνη Κατραντζή, το γένος Σαμαρά, απέκτησε 5 παιδιά, 10 εγγόνια και γνώρισε 14 δισέγγονα. Ήταν αυτοδίδακτος μουσικός. Ξεκίνησε σε ηλικία επτά χρονών, κατασκευάζοντας μόνος του την πρώτη του λύρα από ξύλο μουριάς, με την οποία συνέχιζε να παίζει μέχρι το τέλος της ζωής του. Τη λύρα αυτή, ηλικίας 100 χρονών σήμερα, την άφησε ενθύμιο στον εγγονό του Κατραντζή Δημήτριο του Βασιλείου, ο οποίος συνεχίζει να παίζει με αυτήν μέχρι και σήμερα. Εκτός από την δική του λύρα κατασκεύασε κι άλλες, κυρίως από ξύλο μουριάς και καρυδιάς, τις οποίες χάρισε σε άλλους λυράρηδες και παιδιά. Έπαιξε σε γλέντια, γάμους και δρώμενα της περιοχής μας όπως σε Βώλακα, Μοναστηράκι, Καλή Βρύση και Ξηροπόταμο. Συμμετείχε ως λυράρης με το Λύκειο Ελληνίδων Δράμας σε φεστιβάλ χορού στην Γαλλία όπου κατέκτησαν την δεύτερη θέση. Επίσης έπαιξε λύρα με διάφορους συλλόγους συμμετέχοντας σε φεστιβάλ χορού στην Επίδαυρο και στην Αθήνα.
- Κατσιούρας Αθανάσιος. Γεννήθηκε το 1922 στην Πετρούσα, όπου μεγάλωσε και διέμεινε όλα τα χρόνια της ζωής του. Από μικρή ηλικία παρατηρούσε τους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες του χωριού του και εξελίχθηκε σε αυτοδίδακτο λυράρη. Πήρε τη φήμη του αυθεντικού και του «καλύτερου» λυράρη ξεπερνώντας έτσι τα όρια του χωριού του καθώς έπαιξε και σε δρώμενα άλλων χωριών (Μοναστηράκι κ.ά.).Το 1986 συμμετείχε σε ηχογράφηση επτά τοπικών παραδοσιακών τραγουδιών μαζί με άλλους μουσικούς του χωριού του. Συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις του Λυκείου Ελληνίδων Δράμας την δεκαετία του ‘90 και άλλων πολιτιστικών συλλόγων σε πολλά μέρη της Ελλάδας, με αποκορύφωμα την παράσταση στο Ηρώδειο. Απεβίωσε το Δεκέμβριο του 2008.
- Τουκματσής Δημήτριος. Γεννήθηκε στις 4/5/1925 και απεβίωσε στις 15/01/2006. Γεωργός στο επάγγελμα και παντρεμένος με την Ευαγγελία με την οποία απέκτησαν δύο κορίτσια. Από μικρός έπαιζε λύρα σε πανηγύρια και στο μπάμπιντεν. Η λύρα ήταν η συντροφιά του μέχρι το τέλος της ζωής του.
- Ζεδαμάνης Δημήτριος «Μητάκος». Γεννημένος το 1928 ενώ απεβίωσε το 2013. Είχε 3 παιδιά, 11 εγγόνια και 16 δισέγγονα. Από 8 χρονών έπαιζε λύρα, ενώ τις κατασκεύαζε κιόλας. Τα αυθεντικά του ακούσματα των μακρινών μας προγόνων της γλυκιάς αρχέγονης και ακατέργαστης μουσικής τον καθοδηγούσαν σε όλη την μουσική του διαδρομή. Η προσωπικότητα του «Μητάκου» ως λαϊκού οργανοπαίχτη ήταν ισχυρή, διαμορφώθηκε δε και αντλήθηκε από τη συλλογική μας αυτοσυνειδησία, τη ζώσα μνήμη. Με τέτοια λογική δημιούργησε γύρω του έναν, το σημερινό, ηχητικό διάκοσμο του χωριού του. Στα δικά του χνάρια «πατούν» πολλοί ή σχεδόν όλοι οι νέοι λυράρηδες στην Πετρούσα. Είχε παίξει και με το Λύκειο Ελληνίδων Δράμας εντός και εκτός Ελλάδας (Γερμανία, Ολλανδία, Βουλγαρία. Ηρώδειο). Δίδασκε λύρα μέχρι το θάνατό του.
- Μπαϊρακτάρης Νικόλαος. Γεννήθηκε στις 1/5/1940. Έμαθε λύρα από τον πατέρα του σε ηλικία 16 ετών. Ακολουθούσε με τα όργανα τους παλαιότερους οργανοπαίκτες την ημέρα των Φώτων που γυρνούσαν όλο το χωριό. Μετά έστηναν γλέντι. Από ιδρύσεως του Συλλόγου Πετρουσαίων πλαισίωνε μουσικά όλες τις εκδηλώσεις του. Είχε πάρει μέρος και σε ταξίδια στο εξωτερικό στην Ολλανδία, Βουλγαρία και Γερμανία. Ακόμα συμμετείχε με την λύρα του στο μουσικό δίσκο (CD) που κυκλοφόρησε με σκοπούς και τραγούδια της Πετρούσας. Κατασκευάζει μόνος του τις λύρες και μαθαίνει τα παιδιά του την τέχνη. Λυράρης είναι και ο εγγονός του Μπαϊρακτάρης Νίκος που μαθαίνει στα πατήματα του παππού του.
- Ουρούμης Κωνσταντίνος. Αυτοδίδακτος μουσικός, γεννημένος στις 09 Φεβρουαρίου 1954. Παίζει λύρα από το 1980 την οποία κατασκευάζει ο ίδιος. Έπαιξε με το Λύκειο Ελληνίδων Δράμας στην Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία, στο Ηρώδειο, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στο πεδίο του Άρεως.
Στους Πύργους:
- Γιαννάκου Πασχάλης ήταν πολύ καλός και συναισθηματικός λυράρης. Έπαιζε τη λύρα του με σεβασμό στη λεπτομέρεια και στην ουσία της πατροπαράδοτης μουσικής κληρονομιάς των Πύργων.
- Κούζας Ιωάννης, στη σύντομη ζωή του (πέθανε 21 χρονών) άφησε το ισχυρό του αποτύπωμα στο χωριό, ως μουσικό "μικρόβιο" που εξακολουθεί να υφίσταται ως κυτταρική μνήμη στους απογόνους του και έτσι σήμερα δομείται η μουσική μας παράδοση ακολουθώντας τα χνάρια και τα βήματά του στη μακεδονική λύρα. Οι καταβολές των συνεχιστών επιγόνων του σηματοδοτούν το μεγάλο ρόλο που έθεσε ως μουσικές παρακαταθήκες στην κοινότητα.
- Παπαεμμανουήλ Γρηγόριος, από πολύ μικρός ανέδειξε το μουσικό του ταλέντο στη τρίχορδη αχλαδόσχημη Μακεδονική λύρα, όμως έμελε να ακολουθήσει το δρόμο και την πορεία της Βυζαντινής μουσικής αφού χειροτονήθηκε Ιερέας.
- Τσαπράζης Σωτήριος, πάντοτε παρών σε όλες τις διεργασίες της κοινότητας που με τη μαεστρία στη λύρα ως μέσο έκφρασης και λαϊκής τέχνης αποκάλυπτε κόσμους πραγματικούς μα συνάμα και μυθικούς. Η ιστορική του παρουσία πριν αλλά και μετά την ίδρυση του συλλόγου μας με τη βιωματική του δράση αποτελεί την κιβωτό συνείδησης και παράδειγμα μίμησης και γι' αυτό είναι συνεχώς στη μνήμη της κοινότητας.
Στο Παγονέρι:
- Ο Ούσιος Αθανάσιος του Πέτρου γεννήθηκε στο Παγονέρι το έτος 1876 και απεβίωσε το έτος 1954. Έπαιζε λύρα σε γάμους, πανηγύρια και διάφορα γλέντια στο χωριό, ακόμη και σήμερα οι «μυρωδιές» των ήχων του πλανώνται στην ευρύτερη περιοχή μας.