Ο Γιάννης, η Μαρίκα και η σκυλίτσα
Παραμύθια |
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ο Γιάννης και η Μαρίκα οι οποίοι παντρεύτηκαν. Ο Γιάννης είχε μία σκύλα που την φώναζε «Κάντζια», την οποία υπεραγαπούσε, γιατί την είχε μεγαλώσει από κουτάβι. Αφού τακτοποιήθηκαν στο σπίτι τους, την πρώτη μέρα ο Γιάννης πήρε το γαϊδούρι του και πήγε στο βουνό να κόψει ξύλα. Το απόγευμα επέστρεψε από το βουνό, με τον γάιδαρο φορτωμένο ξύλα. Αφού τον ξεφόρτωσε, τον έστειλε στο αλώνι να βοσκήσει και αυτός πλύθηκε στην αυλή του σπιτιού με τη στάμνα, κάνοντας οικονομία γιατί το νερό το έφερνε η Μαρίκα από τις δημόσιες βρύσες με το μπούκλο. Κάθεται στο χαμηλό δωμάτιο να φάει ο Γιάννης και ρωτά:
-Μαρίκα, τι φαγητό μαγείρεψες σήμερα να φάμε;
-«Σύρτα φέρτα μέρα να περνάει». Πήγα στη μια γειτόνισσα, πήγα στην άλλη γειτόνισσα, πέρασε η μέρα και δε μαγείρεψα άνδρα μου.
Επειδή την αγαπούσε πολύ ο Γιάννης τη γυναίκα του, δεν ήθελε να τη μαλώσει. Την επόμενη ημέρα πήγε πάλι για να κόψει ξύλα ο Γιάννης. Όταν επέστρεψε από το βουνό, ξεφόρτωσε το ζώο, πλύθηκε από το νερό της στάμνας με οικονομία και κάθισε στο χαμηλό δωμάτιο, δίπλα στο τζάκι που έκαιγε, και ρωτά:
-Μαρίκα, τι θα φάμε;
-Άνδρα μου, είχα δουλειά. Πήγα στη γειτόνισσα να μου δείξει πώς πλέκουν κάλτσες και δεν πρόλαβα να μαγειρέψω.
-Γυναίκα, αύριο θα βάλεις την Κάντζια να μαγειρέψει.
-Εντάξει άνδρα μου. Έτσι θα έχω και εγώ περισσότερο χρόνο για να πάω στη γειτόνισσα.
Την επόμενη ημέρα λοιπόν, πηγαίνει ο Γιάννης πάλι να κόψει ξύλα. Η Μαρίκα πήγε το πρωί σε μια γειτόνισσα και αφού ήπιανε τον καφέ τους λέει:
-Γειτόνισσα, τώρα εγώ θα πάω στο σπίτι για να πω στην Κάντζια να μαγειρέψει.
Η γειτόνισσα άρχισε να γελάει. Πηγαίνει η Μαρίκα στο σπίτι και λέει:
-Έλα Κάντζια να μαγειρέψεις. Θα έρθει ύστερα ο Γιάννης από τα ξύλα και δεν θα έχει να φάει.
Η σκύλα κουνούσε με χαρά την ουρά της και της έγλυφε τα χέρια. Η Μαρίκα επέμενε:
-Άντε Κάντζια να μαγειρέψεις.
Εκείνη δεν καταλάβαινε και συνέχιζε να κουνάει την ουρά της. Σε λίγο, έρχεται ο Γιάννης από τα ξύλα και ρωτά τη γυναίκα του:
-Μαρίκα, τι έγινε σήμερα, θα φάμε κανένα φαγητό;
-Άνδρα μου είπα στην Κάντζια να μαγειρέψει αλλά δεν ξέρω τι έκανε;
Ο Γιάννης απευθύνεται στη σκύλα:
-Κάντζια, τι έκανες μαγείρεψες;
Πηγαίνει στην κουζίνα ο Γιάννης, ανοίγει το καπάκι της κατσαρόλας και βλέπει ότι είναι άδεια. Λέει τότε:
-Κάντζια γιατί δε μαγείρεψες; Μαρίκα πιάσε τη Κάντζια από τα αυτιά, εγώ από την ουρά να τη δείρω.
Πιάνουν τη σκύλα, τη δέρνει ο Γιάννης και της λέει:
-Αν δεν μαγειρέψεις αύριο θα σου σπάσω τα κόκκαλα.
Της δίνει μια ξυλιά στην πλάτη, ουρλιάζει η σκύλα από τον πόνο, δαγκώνει τα χέρια της Μαρίκας που την κρατούσε, ουρλιάζει και η Μαρίκα από το δάγκωμα.
Την επόμενη ημέρα το πρωί, ο Γιάννης πήγε πάλι στο βουνό. Τον ξεπροβοδάει η Μαρίκα και λέει στην σκύλα:
-Κάντζια, να μαγειρέψεις φασολάδα, καλά; Η σκύλα κουνάει την ουρά της.
-Αχ μωρέ Κάντζια, ποιος θα σου κρατάει πάλι τα αυτιά λέει η Μαρίκα! Αναγκάζεται λοιπόν να πάρει η Μαρίκα την κατσαρόλα, βάζει νερό, ανάβει τη φωτιά, βάζει τη φασολάδα να βράσει. Το απόγευμα ήρθε ο Γιάννης από το βουνό. Ξεφορτώνει τα ξύλα από τον γάιδαρο αλλά ταυτόχρονα έσπασε η μύτη του από τη μυρωδιά της φασολάδας. Ρωτάει τη σκύλα:
- Κάντζια, μαγείρεψες; Μπράβο σκυλίτσα μου. Έλα να σε χαϊδέψω. Λέει τότε η Μαρίκα:
-Σιγά να μη μαγείρεψε η Κάντζια σου. Ας μην ήμουν εγώ και θα έβλεπες τότε αν θα έτρωγες!
Έτσι, ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.