ΓΚΑΙΝΤΑ (Άσκαυλος)
Μουσικά όργανα |
Παίζεται κυρίως στη Μακεδονία και στη Θράκη. Κατατάσσεται στα πνευστά όργανα που είναι φτιαγμένα από ξύλο και δέρμα ή στη κατηγορία των ασκών που παράγουν ήχο.
Πάνω στο ασκί ή τουλούμι, που συνήθως φτιάχνεται από δέρμα νεαρού προβάτου ή κατσικιού, στερεώνονται δύο ξύλινες φλογέρες. Ο μουσικός πριν παίξει φουσκώνει με αέρα το ασκί, που λειτουργεί σαν δεξαμενή αέρα, μετά φυσάει στις φλογέρες παίζοντας ταυτόχρονα δύο ήχους. Οι δύο φλογέρες (αυλοί) και το επιστόμιο γίνονται από ίδιο ξύλο (μηλιάς ή ήμερης κρανιάς). Προτιμούνται αυτά τα ξύλα, γιατί δεν έχουν ρόζους, είναι σκληρά και έχουν γλυκειά φωνή. Πολύ σπάνια χρησιμοποιούνται και ξύλα κερασιάς ή ροδιάς.
Ο μεγάλος αυλός έχει μήκος από 50 έως 70 εκατοστά, λέγεται "μπουρί" ή "μπάσο" ή "πάσο", αποτελείται από τρία κομμάτια και βγάζει μόνο μια νότα, το ίσο. Στα ενώματα των κομματιών τοποθετούνται τα "δαχτυλίδια" ,που μπορεί να είναι από κέρατο κατσίκας ή ελαφιού και ακόμα από μπρούντζο ή ασήμι.
Ο μικρός αυλός λέγεται "παρμακλούκι" ή "γκαιτανίτσα" , έχει 8 τρύπες μπροστά (κατ' άλλους 6) και μια πίσω και παίζει την μελωδία. Η πρώτη τρύπα από πάνω γίνεται πάντα πιο μικρή. Σ' αυτήν προσθέτουν καλάι που μικραίνει ακόμα πιο πολύ τη διάμετρο της, για να βγουν οι "σωστές φωνές".
Στο κάτω πλαϊνό μέρος αυτού του αυλού γίνονται δύο μικρές τρύπες που δεν πατιούνται με τα δάκτυλα, αλλά χρησιμεύουν για να κουρδίζεται το όργανο ανάλογα με την περίπτωση. Οι τρύπες αυτές είναι κλεισμένες με κερί και ανοίγουν μ' ένα μικρό αιχμηρό αντικείμενο, όταν χρειαστεί να μεταβάλλουμε τον ήχο.
Στο σωλήνα του επιστομίου που βρίσκεται μέσα στη γκάιντα υπάρχει ένα στρογγυλό πετσάκι που εμποδίζει τον αέρα να βγαίνει, όταν ο οργανοπαίκτης δεν φυσάει.
Το ύψος της τονικής γκάιντας εξαρτάται από το μέγεθος που έχει ο κοντός αυλός και το "γλωσσίδι" του.
Κύριο μέλημα του γκαϊντατζή είναι να συμφωνεί η τονική με το μπάσο. Όταν δεν συμβαίνει αυτό μετακινεί τα κομμάτια του μπάσου ώστε να συμφωνήσουν με τη τονική των τριών πρώτων τρυπών, και αν πάλι δεν συμφωνεί ανοίγει ή κλείνει τις μικρές τρύπες που βρίσκονται στο πλαϊνό μέρος του αυλού.
Χρησιμοποιείται το διατονικό γένος των διαστημάτων και κινούνται κυρίως στο πρώτο πεντάχορδο από την τονική.
Μεταχειρίζονται τα δάχτυλα του αριστερού χεριού εκτός από το μικρό και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού εκτός από τον αντίχειρα. Το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού πατάει σπάνια την έβδομη τρύπα από πάνω, ενώ η όγδοη δεν παίζεται ποτέ.
Σήμερα τα χωριά της Δράμας όπου συναντάμε την γκάιντα σαν βασικό όργανο είναι σε Βώλακα, Παγονέρι, Καλή Βρύση και Προσοτσάνη.
Παλαιοί οργανοπαίκτες γκάιντας ήταν:
Στην Προοστσάνη:
Πάνω στο ασκί ή τουλούμι, που συνήθως φτιάχνεται από δέρμα νεαρού προβάτου ή κατσικιού, στερεώνονται δύο ξύλινες φλογέρες. Ο μουσικός πριν παίξει φουσκώνει με αέρα το ασκί, που λειτουργεί σαν δεξαμενή αέρα, μετά φυσάει στις φλογέρες παίζοντας ταυτόχρονα δύο ήχους. Οι δύο φλογέρες (αυλοί) και το επιστόμιο γίνονται από ίδιο ξύλο (μηλιάς ή ήμερης κρανιάς). Προτιμούνται αυτά τα ξύλα, γιατί δεν έχουν ρόζους, είναι σκληρά και έχουν γλυκειά φωνή. Πολύ σπάνια χρησιμοποιούνται και ξύλα κερασιάς ή ροδιάς.
Ο μεγάλος αυλός έχει μήκος από 50 έως 70 εκατοστά, λέγεται "μπουρί" ή "μπάσο" ή "πάσο", αποτελείται από τρία κομμάτια και βγάζει μόνο μια νότα, το ίσο. Στα ενώματα των κομματιών τοποθετούνται τα "δαχτυλίδια" ,που μπορεί να είναι από κέρατο κατσίκας ή ελαφιού και ακόμα από μπρούντζο ή ασήμι.
Ο μικρός αυλός λέγεται "παρμακλούκι" ή "γκαιτανίτσα" , έχει 8 τρύπες μπροστά (κατ' άλλους 6) και μια πίσω και παίζει την μελωδία. Η πρώτη τρύπα από πάνω γίνεται πάντα πιο μικρή. Σ' αυτήν προσθέτουν καλάι που μικραίνει ακόμα πιο πολύ τη διάμετρο της, για να βγουν οι "σωστές φωνές".
Στο κάτω πλαϊνό μέρος αυτού του αυλού γίνονται δύο μικρές τρύπες που δεν πατιούνται με τα δάκτυλα, αλλά χρησιμεύουν για να κουρδίζεται το όργανο ανάλογα με την περίπτωση. Οι τρύπες αυτές είναι κλεισμένες με κερί και ανοίγουν μ' ένα μικρό αιχμηρό αντικείμενο, όταν χρειαστεί να μεταβάλλουμε τον ήχο.
Στο σωλήνα του επιστομίου που βρίσκεται μέσα στη γκάιντα υπάρχει ένα στρογγυλό πετσάκι που εμποδίζει τον αέρα να βγαίνει, όταν ο οργανοπαίκτης δεν φυσάει.
Το ύψος της τονικής γκάιντας εξαρτάται από το μέγεθος που έχει ο κοντός αυλός και το "γλωσσίδι" του.
Κύριο μέλημα του γκαϊντατζή είναι να συμφωνεί η τονική με το μπάσο. Όταν δεν συμβαίνει αυτό μετακινεί τα κομμάτια του μπάσου ώστε να συμφωνήσουν με τη τονική των τριών πρώτων τρυπών, και αν πάλι δεν συμφωνεί ανοίγει ή κλείνει τις μικρές τρύπες που βρίσκονται στο πλαϊνό μέρος του αυλού.
Χρησιμοποιείται το διατονικό γένος των διαστημάτων και κινούνται κυρίως στο πρώτο πεντάχορδο από την τονική.
Μεταχειρίζονται τα δάχτυλα του αριστερού χεριού εκτός από το μικρό και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού εκτός από τον αντίχειρα. Το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού πατάει σπάνια την έβδομη τρύπα από πάνω, ενώ η όγδοη δεν παίζεται ποτέ.
Σήμερα τα χωριά της Δράμας όπου συναντάμε την γκάιντα σαν βασικό όργανο είναι σε Βώλακα, Παγονέρι, Καλή Βρύση και Προσοτσάνη.
Παλαιοί οργανοπαίκτες γκάιντας ήταν:
Στην Προοστσάνη:
- Ο Μελαδίνης Αθανάσιος του Γεωργίου και της Στεργιανής γεννήθηκε στην Προσοτσάνη το έτος 1877. Παντρεύτηκε την Σεντόνα Ελένη του Ηλία με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά (Αικατερίνη, Στεργιανή, και Στέργιο). Το κύριο επάγγελμά του ήταν αγρότης. Κατασκεύαζε μόνος του γκάιντες και νταχαρέδες και έπαιζε γκάιντα σε γάμους, πανηγύρια και διάφορα γλέντια στην Προσοτσάνη και στα γύρω χωριά. Απεβίωσε στην Προσοτσάνη το έτος 1957.
- Ο Ροσιλόβαλης - Στογιάννης Σιδέρης του Κωνσταντίνου και της Ελένης γεννήθηκε στην Προσοτσάνη το έτος 1906. Παντρεύτηκε την Αικατερίνη Σαββάτη του Βασιλείου με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά (Κωνσταντινιά, Αναστασία, Βασιλική και Σοφία). Το κύριο επάγγελμά του ήταν αγρότης. Κατασκεύαζε μόνος του γκάιντες και έπαιζε σε γάμους, πανηγύρια και διάφορα γλέντια στην Προσοτσάνη. Απεβίωσε στην Προσοτσάνη το έτος 1981.
- Ο Μελαδίνης Στέργιος του Απόστολου και της Μαρίας γεννήθηκε στην Προσοτσάνη το έτος 1914. Παντρεύτηκε την Αικατερίνη Μάττα του Αθανασίου με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά (Μαρία, Αποστόλης και Αθανασία). Το κύριο επάγγελμά του ήταν αγρότης. Διδάχτηκε στο να παίζει αλλά και να κατασκευάζει γκάιντες και νταχαρέδες από τον θείο του, Μελαδίνη Αθανάσιο. Έπαιζε γκάιντα σε γάμους, πανηγύρια και διάφορα γλέντια στην Προσοτσάνη και στα γύρω χωριά. Συμμετείχε σε εκπομπές της ΕΡΤ για την καταγραφή της παραδοσιακής μας μουσικής. Απεβίωσε στην Προσοτσάνη το έτος 2003.
Στο Παγονέρι:
- Ο Βούλκας Κωνσταντίνος του Αγγέλου γεννήθηκε στο Παγονέρι το έτος 1886 και απεβίωσε στις 24/10/1947. Έπαιζε γκάιντα σε γάμους, πανηγύρια και διάφορα γλέντια στο στο χωριό. Έζησε τα τραγικά γεγονότα της εποχής του, συνέδεσε όμως το πολιτισμικό μας παρελθόν -σ’ εκείνο το ταραχώδες παρών- διασώζοντας βιωματικές μουσικές μνήμες που είναι παρούσες στις μέρες μας.
- Ο Καρατζάς Γεώργιος του Λαζάρου γεννήθηκε στο Παγονέρι το έτος 1888 και απεβίωσε το έτος 1940. Έπαιζε γκάιντα σε γάμους, πανηγύρια και διάφορα γλέντια στο στο χωριό. Στο σύντομο βίο του άφησε ως μουσική κληρονομιά φανταστικές αναμνήσεις και ερμηνείες.
- Ο Καραμανλής Κωσταντίνος του Αγγέλου γεννήθηκε στο Παγονέρι το έτος 1892 και απεβίωσε στις 02/02/1957. Έπαιζε γκάιντα σε γάμους, πανηγύρια και διάφορα γλέντια στο χωριό. Ο ήχος της γκάιντας του έμοιαζε να αναδύεται από το πένθος των ερειπίων των εποχών του. Ήταν μόνος του μια ολόκληρη ορχήστρα.
- Ο Νιδέλτσος Ιωάννης του Νικολάου γεννήθηκε στο Παγονέρι το έτος 1893 και απεβίωσε στις 16/04/1950. Έπαιζε γκάιντα σε γάμους, πανηγύρια και διάφορα γλέντια στο Παγονέρι. Πάνω στα μουσικά του ίχνη πατάμε ακόμη και σήμερα στο χωριό για να καταλάβουμε πως οφείλουμε πάρα πολλά σε όλους εκείνους που μας άφησαν τους ήχους τους για να ονειρευόμαστε.
- Ο Καραμανλής Άγγελος του Κωνσταντίνου γεννήθηκε στο Παγονέρι το έτος 1914 και απεβίωσε στις 03/03/2003. Έπαιζε γκάιντα σε γάμους, πανηγύρια και διάφορα γλέντια στο χωριό. Η αυθεντικότητα της μουσικής κληρονομιάς και η κατάθεση του αποθέματος ψυχής του έγιναν οι οδηγοί μας για να κτίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον.
- Ο Νιδέλτσος Κυριάκος του Ιωάννη γεννήθηκε στο Παγονέρι το έτος 1917 και απεβίωσε το 1946. Έπαιζε γκάιντα σε γάμους, πανηγύρια και διάφορα γλέντια στο χωριό. Οι προκλήσεις της εποχής του και οι μουσικές θύμισες είναι ζωντανές και ηχούν. Οι εξαιρετικές ερμηνείες του παρέδωσαν μουσική διαύγεια δημιουργιών μεγάλων διαστάσεων, που παραμένουν ενεργές.
Στην Καλή Βρύση:
- Καρράς Κωνσταντίνος γεννήθηκε στην Καλή Βρύση το 1940 και απεβίωσε στις 20/10/1998. Από την ηλικία των 10 ετών έμαθε να παίζει γκάιντα και νταχαρέ συγχρόνως, βλέποντας από τους μεγαλύτερους μουσικούς. Άρχισε να παίζει ενεργά από το 1976. Στήριξε ενεργά τις εκδηλώσεις του Πολιτιστικού Συλλόγου έπειτα από την ίδρυσή του.
- Κόττας Δημήτριος είναι ένας από τους παλαιότερους οργανοπαίκτες της Καλής Βρύσης που παίζουν γκάιντα. Γεννήθηκε το 1926 και ξεκίνησε να παίζει γκάιντα από την ηλικία των 13 ετών. Τη διδάχτηκε από τον πατέρα του και δίδαξε ο ίδιος στη νέα γενιά για 4 χρόνια στο μουσικό σχολείο της Δράμας.
- Μπούτιος Δημήτριος γεννήθηκε το 1924 στην Καλή Βρύση. Αφετηρία για την εκμάθηση της γκάιντας αποτέλεσε ο πατέρας του. Από όλα του τα αδέρφια ήταν ο μοναδικός που θέλησε να μάθει γκάιντα. Εξασκούνταν στον κάμπο και έμαθε να παίζει σε μικρό χρονικό διάστημα.
- Μπένας Άγγελος γεννήθηκε στην Καλή Βρύση το 1935 και απεβίωσε στις 21/05/2013. Ξεκίνησε να παίζει γκάιντα σε ηλικία 13 ετών και για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Μπάρος Αργύρης, ήταν αυτός που τον βοήθησε στην εκμάθηση της γκάιντας.
Παλαιότεροι οργανοπαίκτες γκάιντας και νταχαρέ της Καλής Βρύσης ήταν ακόμη: Αβράμης Νικόλαος, Άνγκος Άγγελος, Δόβρος Γεώργιος, Καλαπoτλής Γεώργιος, Κόττας Ηλίας, Κόττας Νικόλαος, Λιόντας Κωνσταντίνος, Μίνγκος Παύλος, Μπάρος Αργύρης, Μπούτιος Μάρκος, Πράσατζης Ιωάννης, Πούλιος Ιωάννης, Πούλιος Χρήστος, Σταμάτης Γεώργιος, Τούσκoς Δημήτριος, Τούσκος Γεώργιος, Τσιότρας Άγγελος, Τσακίρης Άγγελος και Χαριζάνης Μάρκος.
Στους Πύργους:
- Τσάννης Χαράλαμπος, ο ήχος της γκάιντας του ήταν η ιστορική μουσική μας γεφύρωση με την απώτατη πολιτιστική μας κληρονομιά.
- Καλτσάμης Ιωάννης, είχε βαθειά αίσθηση της μουσικής μας ιστορίας γι' αυτό οι προσεγγίσεις του στα φυσήματα της γκάιντας προσαρμόζονταν με την επιδεξιότητα των δακτύλων του και συγχρωτίζονταν όλοι στην κοινότητα σε παραστασιακούς ρυθμούς - ως μια "παρέα" - και είχαν μια αίσθηση φωτός από το απώτατο παρελθόν μας διακονώντας και υπηρετώντας τη συνέχειά της.
- Γιόφτσιου Πασχάλης, ακολουθούσε μια παράδοση γενεών στα πνευστά μουσικά όργανα, ως διαγενεαλογική συνέχεια. Έπαιζε τη γκάιντα του ως "χάρτης" αναμνήσεων της μουσικής μας κληρονομιάς και παράδοσης της πατρώας γης μας. Βίωνε και παρουσίαζε με εύληπτο τρόπο τη διαχρονία που διέπει τον τοπικό πολιτισμό μας για τη συνέχειά του με την περισσότερη δυνατή ασφάλεια.
Στο Μοναστηράκι:
- Δόνιος Κυριάκος («Γκοσπουτντίνης») απεβίωσε στις 17-7-1976 ετών 67. Έπαιζε γκάιντα, και η κοινότητα έχει θύμισες, εικόνες και ακούσματα, από το μουσικό του ταλέντο. «Έπαιξε γκάιντα στο γάμο του Ζήρδα Ευρυπίδη μαζί με τους νταϊρετζήδες Άντζα Φίλιππα και Κιάκο Ανδρέα».
- Βασλής Βασίλειος [(«Πακάλτσιος»), (ο πατέρας του Βασλή Αθανασίου, «Μπορίζ»)], γεννήθηκε το 1892. Ήταν τυφλός. Ζούσε στο σκοτεινό δωμάτιό του και έπαιζε στην «γκλασνίτσα» του αγαπημένους ρυθμούς και τραγούδια του χωριού μας στα παιδιά που τον επισκεπτόταν. Έλεγε ότι ήταν από κόκκαλο αετού. Εξαίσια ηχητικά θεϊκά ακούσματα έχουνε οι περισσότεροι από την ηλικία των 55 ετών και άνω. Είχε το χάρισμα να αναγνωρίζει τα παιδιά χωρίς να ξέρει ποιανού είναι, μόνο με το άγγιγμα και από τη φωνή τους. Περνούσαν πολύ ευχάριστα ώρες ολόκληρες οι επισκέπτες του και απολαμβάνανε τους αυθεντικούς ήχους μιας μουσικής που χάθηκε. Δεν γνώριζαν πως τα ακούσματα αυτά ήταν τα τελευταία του χωριού μ’ αυτό το μουσικό όργανο και δεν θα τ’ άκουγαν ποτέ άλλοτε. Έπαιζε και γκάιντα.
- Μουστακλής Γεώργιος («Γκλούου Γιώργης»). Έμεινε στη θύμηση του χωριού ως ο θρακιώτης γκαϊντατζής και τα παιδιά τότε λέγανε περιπαιχτικά: «Γκλούου Γιώργη γκαϊντατζία, Μάμου Κόλιου νταϊρετζία».
Στον Ξηροπόταμο:
- Αλεξίου Αθανάσιος (1905 – 1980). Μεγάλος δεξιοτέχνης της γκάιντας με χαρακτηριστικό παίξιμο, όπως επίσης και κατασκευαστής. Η μουσικοκασσέτα που ηχογραφήθηκε περί το 1968 - 69 στο σπίτι του, αποτελεί την παλαιότερη ηχογράφηση που υπάρχει στον Ξηροπόταμο.
- Βάσσος Θεόδωρος (1920 – 1990). Αυτοδίδακτος δεξιοτέχνης και κατασκευαστής γκάιντας με μεγάλη φαντασία στο παίξιμό του, που αποτυπώνεται στα πολλά γεμίσματα που έβαζε ανάμεσα στα τραγούδια. Οι κασσέτες που άφησε αποτελούν κειμήλια για τη Δραμινή γκάιντα.
Επίσης, έπαιξαν γκάιντα στον Ξηροπόταμο τον 19ο και 20ο αιώνα οι εξής μουσικοί: Μητρούσης Αθανάσιος, Κεχαγιόγλου Κων/νος, Μητρούσης Νικόλαος, Αργυριάδης Παράσχος.