Φούρναρης
Επαγγέλματα |
Η κάθε γειτονιά αλλά και πολλές φορές και κάθε σπίτι είχε το δικό του φούρνο στην αυλή για να ψήνουν φαγητό και ψωμί.
Η τέχνη του φούρναρη έχει παράδοση, γιατί ο άνθρωπος από τότε που εμφανίστηκε στη Γη άρχισε να τρώει σπόρους σιταριού, στην αρχή ωμούς και αργότερα άρχισε να τους ψήνει πάνω σε πλάκες που ζεσταίνονταν και να τους ανακατεύει με νερό, γιατί γίνονταν πιο νόστιμοι.
Το πρωτόγονο ψωμί ήταν ένα κομμάτι ζυμαριού που ψηνόταν πάνω σε μια καυτή πέτρα. Αργότερα έχτισαν τον κλειστό φούρνο, με πέτρες, που ήταν στρογγυλός και τον άναβαν με ξύλα.
Το επάγγελμα του φούρναρη είναι ιδιαίτερα κουραστικό αφού πρέπει καθημερινά να ξυπνούν πριν ξημερώσει για να προετοιμάσουν τη φωτιά για το φούρνο και τη ζύμη του ψωμιού.
Αφού ζυμώσουν το ψωμί, το βάζουν σε ειδικές θήκες τις «πινακωτές» και το αφήνουν να φουσκώσει. Έπειτα βάζουν ψιλά ξύλα στο φούρνο, ώστε να καούν γρήγορα, να «καρβουνιάσουνε» όπως λένε και μόλις πυρώσουν αρκετά, τα μαζεύουν στην άκρη σχηματίζοντας ένα πέταλο και μετά ξεκινούν να ρίχνουν πιο χοντρά ξύλα από πάνω. Ο χρόνος που απαιτείται για να «πυρώσει» ένας φούρνος ποικίλει, αλλά για τους «παλιούς» φουρνάρηδες το σημάδι είναι το χρώμα του θόλου του φούρνου: όταν γίνει από μαύρος άσπρος τότε είναι έτοιμος.
Οι γυναίκες παλαιότερα έπρεπε να σηκωθούν πολύ πρωί για να ζυμώσουν και να αφήσουν τη ζύμη να φουσκώσει για να πλάσουν στη συνέχεια το ψωμί και να το ψήσουν.
Ψωμί παρασκεύαζαν μια φορά την εβδομάδα. Κάθε νοικοκυρά κρατούσε λίγο προζύμι όταν ζύμωνε για να έχει και για την επόμενη φορά. Προσθέτοντας το προζύμι σε αλεύρι και νερό και αφού το ζύμωναν με τα χέρια τους σε μια μεγάλη ξύλινη σκάφη, παρασκεύαζαν το ζυμάρι. Το σκέπαζαν, έβαζαν και κάτι βαρύ πάνω του και περίμεναν να φουσκώσει. Έπειτα, έπαιρναν κομμάτια από ζυμάρι και τα έδιναν το σχήμα του ψωμιού (συνήθως στρόγγυλα).
Πάνω στο ψωμί χάραζαν με τα χέρια τους το σχήμα του σταυρού για να είναι ευλογημένο.
Τα ψωμιά αυτά τα έβαζαν στη πινακωτή, τα σκέπαζαν μ’ ένα πανί το «μισάλι» και τα πήγαιναν στον φούρνο να ψηθούν.
Εντωμεταξύ, έβαζαν μέσα στο φούρνο διάφορα κλαδιά και ξύλα και τα άναβαν. Μόλις έφτανε σε ικανοποιητική θερμοκρασία, έβγαζαν έξω τα ξύλα που έκαιγαν ακόμα για να μην καπνίζουν και μυρίσει το ψωμί.
Έβαζαν τα ψωμιά με τη βοήθεια ενός ξύλινου φτυαριού μέσα στο φούρνο, κατευθείαν πάνω στις καυτές πέτρες και αυτά ψήνονταν.
Σήμερα, ελάχιστα σπίτια διαθέτουν φούρνο, ενώ η παρασκευή ψωμιού έχει βιομηχανοποιηθεί που εκτός από ψωμί μπορεί κανείς να βρει και πλήθος άλλων παρασκευασμάτων, όπως κουλούρια, τυρόπιτες, γλυκά, τσουρέκια κ.ά., τα οποία παλιότερα τα έφτιαχναν μόνο οι νοικοκυρές, ενώ σπάνια ψήνουν σπιτίσια φαγητά.