Τυροπαραγωγός
Επαγγέλματα |
Το τυρί, το βούτυρο και η μυζήθρα, παρασκευάζονταν κατά το παρελθόν σχεδόν σε κάθε αγροτικό σπίτι με έναν χειρονακτικό και παραδοσιακό τρόπο, ενώ σήμερα η παραγωγή αυτών έχει βιομηχανοποιηθεί.
Για την παρασκευή βουτύρου, άρμεγαν το γάλα και το έριχναν μέσα σ’ ένα τσουκάλι μέχρι να γίνει ξυνόγαλο.
Έπειτα, το έβαζαν στην «ντουρβάνα» ή «νταρβάνα» που ήταν ένας ξύλινος κωνοειδής κάδος, όπου ανεβοκατέβαζαν μέσα σ’ αυτόν ένα ξύλινο έμβολο, στην άκρη του οποίου υπήρχε ένας διάτρητος ξύλινος δίσκος. Έτσι, ξεχώριζαν τα λιπαρά σφαιρίδια από το υπόλοιπο ξινόγαλα που λέγεται αριάνι. Μετά έπαιρναν με την κουτάλα το βούτυρο και το έπλεναν μέσα σε κάδους με κρύο νερό, μαλάζοντάς το για να φύγουν με το νερό οι ξένες ύλες.
Για να παρασκευαστεί το τυρί (φέτα), μετά το άρμεγμα στραγγίζονταν το γάλα και θερμαίνονταν ελαφρά σε μεγάλα καζάνια. Στη συνέχεια, έριχναν μικρή ποσότητα πυτιάς το οποίο είναι ένζυμο που βρίσκεται στο στομάχι των νεογέννητων μηρυκαστικών κατά το διάστημα που αυτά τρέφονται μόνο με το γάλα της μάνας τους. Ανακάτευαν το μίγμα γάλακτος και πυτιάς μέχρι να πήξει, για περίπου μια ώρα.
Στο καζάνι επέπλεε το τυρόπηγμα, το οποίο συγκέντρωναν και τοποθετούσαν σε βαμβακερό ύφασμα τις «τσαντίλες». Εκεί, συνεχίζονταν η ζύμωση για 2-3 ώρες ακόμη και αφού στράγγιζε το εναπομείναν τυρόγαλα, τοποθετούνταν το τυρί σε ξύλινα βαρέλια ή τενεκέδες, το αλάτιζαν και το κρατούσαν σε δροσερό μέρος μέχρι να ολοκληρωθεί η ζύμωση, για περίπου δύο μήνες.
Για την παρασκευή μυζήθρας, στο τυρόγαλα πρόσθεταν φρέσκο γάλα και το έβραζαν στους 100ο C. Το επάνω μέρος το έπαιρναν με τρυπητές κουτάλες και το έβαζαν στις «τσαντίλες» τις οποίες κρεμούσαν για να στραγγίσουν.
Η χλωρή μυζήθρα τρωγόταν την επόμενη μέρα αφού αλατιζόταν, αλλά αν ήθελαν να τις κάνουν ξερές τις αλάτιζαν και τις άφηναν για 1 μήνα περίπου να αιωρούνται.