Θεριστής
Επαγγέλματα |
Το θέρισμα του σιταριού ή του κριθαριού και της βρώμης κατά το παρελθόν, πραγματοποιούνταν με πολύ διαφορετικό τρόπο σε σχέση με το σήμερα και κυρίως χειρονακτικά.
Στις αρχές Ιουνίου κάθε χρόνο άρχιζε το θέρισμα με τη χρήση δρεπάνων, πριν κατασκευαστούν οι πρώτες θεριζοαλωνιστικές μηχανές (πατόζες).
Το δρεπάνι είναι ένα χαλύβδινο καμπυλωτό έλασμα, κοφτερό στην εσωτερική του πλευρά που καταλήγει σε οξεία αιχμή και έχει ξύλινη λαβή. Στο άλλο του χέρι ο θεριστής για να πιάνει τα στάχυα, φορούσε ένα ξύλινο γάντι, την «παλαμαριά», που είχε θέσεις για τα δάκτυλα και ένα γάντζο που βοηθούσε να πιάνει μεγαλύτερη χεριά.
Μετά το θερισμό το σιτάρι μεταφέρονταν στ’ αλώνια σε δεμάτια που στοιβάζονταν σε μεγάλες θημωνιές.
Τα στάχυα τα κάνανε δεμάτια και τα αφήνανε κάτω σε σχήμα σταυρού. Αφού τέλειωναν τον θερισμό μετέφεραν με ζώα τα δεμάτια στο αλώνι.
Πριν φέρουν όμως τα δεμάτια, ισιάζανε με λάσπη και πέτρες το αλώνι και περίμεναν να στεγνώσει. Στη συνέχεια απλώνανε τα δεμάτια στο αλώνι και τα ζώα που έσερναν πέτρινους κυλίνδρους γύριζαν στο αλώνι μέχρι να ξεχωρίσει το κριθάρι από το άχυρο.
Για το σιτάρι , αντί για κυλίνδρους είχανε δοκάνες οι οποίες ήταν ξύλινες πλάκες και από κάτω είχανε πέτρες. Με αυτόν τον τρόπο ξεχώριζαν το σιτάρι ή το κριθάρι από τα στάχυα. Μετά αφήνανε τα ζώα στην άκρη, και με μεγάλες σκούπες μαζεύανε το κριθάρι ή το σιτάρι και το άχυρο στη μέση του αλωνιού και με μεγάλα ξύλινα φτυάρια το λίχνιζαν, το πετούσαν ψηλά για να ξεχωρίσει έτσι το σιτάρι από το άχυρο.
Για να γίνει το λίχνισμα έπρεπε να φυσάει λίγο αεράκι.
Το αεράκι παράσερνε το άχυρο πιο μακριά και το σιτάρι έπεφτε κάτω.