ΒΩΛΑΚΑ
Φορεσιά |
Πτυχιακή εργασία της Μπόσκου Μαρίας
Γυναικεία φορεσιά
Η ενδυμασία διακρινόταν σε καθημερινή και νυφιάτικη, καθώς και σε χειμερινή και θερινή. Κορμό της φορεσιάς αποτελούσε το πουκάμισο πάνω στο οποίο προσθέτονται ένα-ένα τα υπόλοιπα κομμάτια συμπληρώνοντας σιγά-σιγά το μωσαϊκό των διαφορετικών υλικών, χρωμάτων και σχεδίων, που συνέβαλλαν στη μοναδικότητα και αναγνωρισιμότητά της. Η φορεσιά αποτελείται:
Πουκάμισο (ρίζα): Κατασκευαζόταν από βαμβακερό ύφασμα, το οποίο είχαν υφάνει στον αργαλειό και ονομαζόταν «πλάτνου». Υπήρχαν δύο ειδών χρώματα πουκαμίσου: το μπλε (σινέ), το οποίο ήταν το πλέον επίσημο και φοριόταν σε συγκεκριμένες εορτές, και το λευκό που φοριόταν διαρκώς. Χαρακτηριστική ήταν η διακόσμηση του ποδόγυρου και των μανικιών. Το μήκος του έφτανε μέχρι τη μέση της γάμπας και συνήθως μάζευαν το μάκρος του, συγκρατώντας την περίσσεια του υφάσματος με μια οριζόντια πιέτα, τροποποιώντας την ανάλογα με το ύψος κοριτσιών. Το έραβαν με τη χρησιμοποίηση τεσσάρων φύλλων υφάσματος. Τα δύο πλαϊνά ένωναν τα δύο κεντρώα φύλλα. Τα μανίκια γίνονταν από ένα φάρδος υφάσματος με ραφή στο κάτω μέρος. Δεν είχε γιακά, αλλά στη θέση του υπήρχε μια στρογγυλή λαιμόκοψη, η οποία μπροστά στο στήθος κατέληγε σε ένα βαθύ άνοιγμα σε σχήμα V, το οποίο έφτανε περίπου στο ύψος της μέσης. Η λαιμουδιά ήταν διακοσμημένη με πλεγμένες πολύχρωμες κλωστές σε σχήμα πλεξίδας, την ονομαζόμενη «μάρτα». Η διακόσμηση του ποδόγυρου ονομάτιζε το πουκάμισο. Έτσι, στο τελείωμα του ποδόγυρου υπήρχε μαύρο σιρίτι δημιουργημένο από δύο άτομα με τη χρήση μάλλινης κλωστής σε σχήμα πλεξίδας. Η σειρά που διαδεχόταν το σιρίτι ήταν υφαντή, όπως και η ακόλουθός της και διακοσμούνταν από ένα κοινό σχέδιο όλων των πουκαμίσων δημιουργημένο με τη χρήση βαμβακερών κλωστών μπλε, κόκκινου, πράσινου και μαύρου χρώματος, τις ονομαζόμενες «πισίλου». Το κομμάτι της διακόσμησης του ποδόγυρου, που μόλις περιγράψαμε, ονομαζόταν «πόλα». Ακολουθούσε η σειρά, βάσει του σχεδίου της οποίας έπαιρνε την ονομασία του το πουκάμισο. Πάνω από την «πόλα» υπήρχαν σχέδια κεντημένα με πολύχρωμες κλωστές (μπλε, κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο, βυσσινί). Το κεντρικό τμήμα του κεντήματος ήταν κοινό για όλα τα πουκάμισα και ονομαζόταν «μουσομπάκ». Εκατέρωθέν του υπήρχαν δύο κεντημένες στήλες, οι καλούμενες ως «καρτσί» (σταυρουδάκια), ενώ δεξιά κι αριστερά τους υπήρχαν σχέδια, που διαφοροποιούνταν από πουκάμισο σε πουκάμισο, δείγμα των προτιμήσεων των ιδιοκτητών τους.
Κουμπούρι: Ένδυμα, το οποίο φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και έφτανε έως το ύψος της μέσης. Τα μανίκια του ήταν 3/4, διακοσμημένα με μαύρο, πράσινο, πορτοκαλί γιαχτάνι (το οποίο ήταν μαύρη μάλλινη κλωστή πλεγμένη από δύο γυναίκες σε σχήμα πλεξούδας) και ραφές μπορντό χρώματος. Αρχικά το ύφασμα από το οποίο κατασκευαζόταν ήταν μάλλινο υφαντό λευκού χρώματος με διαφοροποίηση στα μανίκια, όπου το λευκό αντικαθιστούνταν από μπορντό. Γύρω στο 1939 άρχισαν να κατασκευάζουν τα μανίκια από βελούδο σε ένδειξη επισημότητας μια και προορίζονταν για τις γιορτινές ημέρες, ενώ τις καθημερινές εξακολουθούσαν να φορούν το υφαντό, το οποίο και έβγαζαν γιατί περιόριζε τις κινήσεις τους όσο δούλευαν στο χωράφι ή στο σπίτι, ή το καλοκαίρι εξαιτίας της ζέστης. Το χειμώνα φορούσαν μακρυμάνικο κουμπούρι, το οποίο ονομαζόταν «καπαμά». Σε περίοδο πένθους φορούσαν μπλε κουμπούρι, καθώς επίσης και μπλε καπαμά, τα μανίκια των οποίων ήταν διακοσμημένα με σκούρο μπλε γιαχτάνι.
Εντερία: Ένδυμα που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και συμπλήρωμά της αποτελούσε το κουμπούρι. Βρισκόταν σχεδόν στο ίδιο ύψος με το πουκάμισο και σταματούσε τέσσερα εκατοστά πάνω από το κέντημα που υπήρχε στον ποδόγυρό του. Υπήρχαν δύο ειδών εντερίες, η μία ήταν αμάνικη και η άλλη είχε μανίκι 3/4. Η αμάνικη ήταν η πλέον εύχρηστη, γιατί ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες την συνδύαζαν με το κουμπούρι, τον καπαμά ή και χωρίς συμπληρωματικό ένδυμα. Η εντερία με το μανίκι φοριόταν το φθινόπωρο και την άνοιξη. Κατασκευαζόταν από μπορντό βελούδο, το οποίο εσωτερικά ήταν υπενδεδυμένο με βαμβακερό ύφασμα, που ονομαζόταν «χαστάρι». Το βελούδο αντικατέστησε το «σόπτσκου», το οποίο ήταν επίσης μπορντό χρώματος και κάθετες γραμμές το διέτρεχαν κατά μήκος. Το πλέον επίσημο ύφασμα που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή της ονομαζόταν «σάμινο» και, όπως και το «σόπτσκου», το προμηθεύονταν από το εμπόριο. Είχε επίσης κοινά χαρακτηριστικά με το «σόπτσκου» μια και ήταν και αυτό μπορντό χρώματος με ραφές να διατρέχουν το ύφασμα κατά μήκος, αλλά σε μεγαλύτερη απόσταση. Αυτή ήταν η επίσημη εκδοχή του συγκεκριμένου ρούχου. Μια πιο απλή εκδοχή του για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών ήταν η κατασκευή του από υφαντό μάλλινο ύφασμα με παρεμβολή λευκού βαμβακερού στημονιού ανά τακτά διαστήματα (6/2). Μαύρο γιαχτάνι διακοσμούσε τα τελειώματα της εντερίας και την πλαϊνή τσέπη. Επίσης στα εμφανή σημεία, όπως στο στήθος και στον ποδόγυρο, υπήρχε πλουσιότερη διακόσμηση με την προσθήκη πορτοκαλί και πράσινου γιαχτανιού. Στο στήθος η διακόσμηση ήταν εντυπωσιακότερη, μια και τα προαναφερθέντα συμπλήρωναν η παρουσία μαύρου σατέν σιριτιού διακοσμημένου με πορτοκαλί και πράσινη κλωστή και στο τελείωμα υπήρχε χρυσό σιρίτι το ονομαζόμενο «γκένγκιουρα». Η εντερία ήταν ανάλογη τόσο της ηλικίας όσο και της περίστασης. Έτσι, οι νέες κοπέλες φορούσαν την μπορντό, οι ηλικιωμένες την μπλε και όσες πενθούσαν τη μαύρη, η οποία διακοσμούνταν μόνο με το γιαχτάνι.
Μανίκια (ρακάβνιτσι): Μανίκια χρώματος μπορντό και κατασκευάζονταν είτε από βελούδο σε ένδειξη επισημότητας είτε ήταν υφαντά για καθημερινή χρήση. Ήταν διακοσμημένα με μαύρο, πράσινο και πορτοκαλί γιαχτάνι και κάθετες γραμμές μπορντό χρώματος. Κούμπωναν στον καρπό με δύο κόπτσκες. Φοριόταν κάτω από τα μανίκια του πουκαμίσου για να καλύπτουν το γυμνό χέρι. Ήταν εφαρμοστά στον καρπό και αποτελούσαν συμπλήρωμα του κουμπουριού. Κατά τη διάρκεια της εργασίας τα αφαιρούσαν. Σε περίοδο πένθους τα αντικαθιστούσαν με ανάλογα μπλε χρώματος.
Σαγιέ: Αμάνικο καλοκαιρινό ένδυμα που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο. Πάνω του τοποθετούνταν η ποδιά, η ζώνη, η κόπτσια και τα συστάκια. Κατασκευαζόταν από «πλάτνου» (βαμβακερό ύφασμα αργαλειού) και ήταν μπλε χρώματος. Στα τελειώματα υπήρχε ραμμένο κόκκινο γιαχτάνι. Κούμπωνε με μια κόπτσια μπροστά στο στήθος και ήταν διακοσμημένο από μέσα προς τα έξω, αρχικά με ένα κόκκινο γιαχτάνι. Στη συνέχεια υπήρχε ένα μαύρο γιαχτάνι, το οποίο διαδεχόταν ένα κόκκινο σιρίτι διακοσμημένο αυτή τη φορά με πολύχρωμες κλωστές. Ακολουθεί κέντημα με σχέδιο ψαροκόκαλου δημιουργημένο με πολύχρωμες κλωστές και τελείωνε η διακόσμησή του με χρυσή «γκένγκουρα». Στο πλάι είχε μία λοξή τσέπη, διακοσμημένη με κόκκινο γιαχτάνι. Στον ποδόγυρο υπήρχε κέντημα με πολύχρωμες κλωστές, που ονομαζόταν «πόλα». Στο πίσω μέρος, πάνω από την «πόλα» υπήρχαν κεντημένα δύο τριγωνάκια με κόκκινη κλωστή σε σχήμα ψαροκόκαλου. Υπήρχε διάκριση ανάμεσα στο γιορτινό και καθημερινό σαγιέ. Τα καθημερινά ήταν απλούστερα με διακριτό κέντημα στον ποδόγυρο και στο στήθος, ενώ η διακόσμηση των γιορτινών ήταν πλουσιότερη και άκρως εντυπωσιακή. Στις μέρες μας το σαγιέ που φοριέται από τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου είναι από βαμβακερό ύφασμα του εμπορίου, λεπτότερο από το υφαντό. Όσον αφορά την διακόσμηση, στο στήθος υπάρχουν κάποιες διαφορές. Στην άκρη υπάρχει κόκκινο γιαχτάνι, το οποίο διαδέχεται το μαύρο γιαχτάνι. Ακολουθεί κόκκινο σιρίτι, το οποίο διακοσμείται με πολύχρωμες κλωστές. Έπειτα από άσπρη μπορντούλα, της οποίας έπεται ένα κέντημα με σχέδιο «μάτια πουλιών» και τέλος υπάρχει μια χρυσή «γκένγκουρα».
Ποδιά: Ήταν στενόμακρη και κατασκευαζόταν στον αργαλειό με βαμβακερό στημόνι και μάλλινο υφάδι σε διάφορες αποχρώσεις, σε αντίθεση με την ποδιά που προοριζόταν για καθημερινή χρήση και ήταν υφασμένη με μάλλινο στημόνι και υφάδι. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία σχεδίων και χρωμάτων καθένα από τα οποία προσδιόριζε το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί.
Έτσι, έχουμε σχέδια που προορίζονταν για να στολίσουν καθημερινές, γιορτινές, πένθιμες και νυφιάτικες φορεσιές. Κυρίαρχο χρώμα ήταν το κόκκινο και το μπορντό, με μόνη αντίθεση τις προορισμένες για πένθος και για τις ηλικιωμένες γυναίκες ποδιές, όπου κυριαρχούσε το μαύρο χρώμα και ήταν λιτές με ελάχιστα σχέδια να τις κοσμούν. Το χρώμα που χαρακτήριζε τις προς καθημερινή χρήση ποδιές ήταν το μπορντό, οι οποίες διακοσμούνταν από ένα μικρό λιτό σχέδιο. Τις φορούσαν στα χωράφια και στις δουλειές του σπιτιού και όπως γίνεται κατανοητό το συγκεκριμένο χρώμα συνέβαλλε στην κάλυψη της βρομιάς. Στις άκρες των ποδιών που προοριζόταν για γιορτινή χρήση υπήρχε περασμένη με βελόνα μάλλινη κλωστή κίτρινου χρώματος. Ο ποδόγυρος ήταν διακοσμημένος με πράσινη, μπλε, κόκκινη και μπορντό κλωστή. Το είδος αυτό της διακόσμησης ονομαζόταν «ουντμετάλου». Παλαιότερα, συνέχεια της διακόσμησης του ποδόγυρου αποτελούσαν τα κρόσσια, τα οποία ήταν μάλλινα και βρίσκονταν σε απόλυτη αρμονία με τα χρώματα που διακοσμούσαν τον ποδόγυρο, πάνω στον οποίο στερεώνονταν με μάλλινη κλωστή. Η διακόσμηση μιας ποδιάς χαρακτήριζε τη χρήση της. Έτσι, οι καθημερινές καθώς και οι πένθιμες ποδιές ήταν διακοσμημένες με μονόχρωμη κλωστή και δεν είχαν κρόσσια. Στο πάνω μέρος της ποδιάς ραβόταν ένα κορδόνι, το λεγόμενο «ρέσνα», πλεγμένο στο χέρι σε σχήμα πλεξούδας με τη χρήση τριών διαφορετικών κλωστών, οι οποίες συμφωνούσαν απόλυτα με τα χρώματα της ποδιάς.
Ζώνες (πόες): Ασημένια ζώνη που αποτελούσε έμβλημα των αρραβωνιασμένων και παντρεμένων γυναικών, καθώς ήταν δώρο του αρραβωνιαστικού τους και συνεπώς σημείο διάκρισής τους από τις αδέσμευτες κοπέλες. Το «πόες» στερεωνόταν πάνω σε μια υφαντή μάλλινη ζώνη χρώματος μπορντό και φοριόταν τις γιορτινές μέρες ως τη στιγμή που οι γυναίκες έχαναν τον σύντροφό τους. Το συγκεκριμένο στολίδι ήταν γνώρισμα των πλουσίων γυναικών, ενώ οι φτωχότερες φορούσαν μονάχα την υφαντή ζώνη, η οποία ονομαζόταν «κουλάν».
Χάντρινη ζώνη: Γύρω στα 1947 η υφαντή ζώνη αντικαθίσταται από τη χάντρινη. Στις μέρες μας η απουσία του «πόες» συνέβαλε στην καθολική υιοθέτηση της χάντρινης ζώνης («σιντσάβα κουλάν»), γεγονός που είναι ευδιάκριτο στις εμφανίσεις του χορευτικού τμήματος με ελάχιστες εξαιρέσεις την ύπαρξη «πόες».
Κεφαλοδέματα – μαντήλα (σεμία): Οι γυναίκες φορούσαν πάνω από την «τσάλμα» μια μαντίλα, που ανάλογα με την περίσταση για την οποία προοριζόταν είχε και την ανάλογη διακόσμηση. Όσες προοριζόταν για τις γιορτές είχαν πολύχρωμα σχέδια και κρόσσια, ενώ οι καθημερινές και οι πένθιμες ήταν μονόχρωμες, συνήθως χρώματος μπορντό ή μαύρες. Τις προμηθεύονταν από το εμπόριο και αποτελούσαν κι αυτές ένδειξη της οικονομικής θέσης της κατόχου της, μια και οι εύποροι μπορούσαν να αγοράσουν καλύτερης ποιότητας και πλουσιότερης διακόσμησης από τους φτωχούς. Διακρίνονταν σε χειμωνιάτικες («ζίμνα σεμία») οι οποίες ήταν μάλλινες, και σε θερινές («λιάτνα σεμία») οι οποίες ήταν βαμβακερές.
Πανωφόρια (κλασνίκι): Μιλώντας για το κλασνίκι δεν αναφερόμαστε σε τίποτε άλλο παρά στο πανωφόρι. Κατασκευαζόταν από μαύρο μάλλινο ύφασμα, το οποίο προηγουμένως είχε υφανθεί στον αργαλειό και ονομαζόταν «γρίζια». Στη δουλειά δεν το φορούσαν, γιατί εμπόδιζε τις κινήσεις τους και εύλογος ήταν ο αποχωρισμός του το καλοκαίρι. Περιμετρικά στα τελειώματα και στις δύο πλαϊνές τσέπες είχε κόκκινο γιαχτάνι, δυο-τρεις σειρές ενωμένες για να φαίνεται πιο εντυπωσιακό. Πλούσια ήταν η διακόσμηση στο στήθος, όπου υπήρχε βελούδο, το οποίο αντικατέστησε την κόκκινη τσόχα. Πάνω στο βελούδο υπήρχε κέντημα με άσπρη κλωστή. Στην εσωτερική του πλευρά είχε κέντημα σε σχέδιο ψαροκόκαλου, κεντημένο με κίτρινη κλωστή, ενώ εξωτερικά περιβαλλόταν από κόκκινο σατέν σιρίτι, το οποίο ήταν κεντημένο με κίτρινη κλωστή. Παράλληλα με το γιαχτάνι υπήρχε μια ραφή μέσα στην οποία έραβαν κόκκινη και μπλε τσόχα. Κάτω από το σιρίτι υπήρχε πάλι κέντημα σε σχήμα ψαροκόκαλου κεντημένο με άσπρη κλωστή. Στο πλάι υπήρχαν δύο ραφές, οι οποίες ήταν στολισμένες όμοια μπροστά και ανάμεσά τους υπήρχε κέντημα δημιουργημένο με τη χρήση πολύχρωμων κλωστών. Το σχέδιο αυτό ονομαζόταν «χούρκα». Η πλάτη στολιζόταν με γιαχτάνια πλεγμένα με τη χρήση κόκκινης και μαύρης κλωστής, τα οποία στο ύψος της μέσης ήταν διακοσμημένα με πολύχρωμες χάντρες, που κατά κάποιον τρόπο αποτελούσαν συνέχεια και στολίδι των μαλλιών. Είχαν σκοπό να προφυλάσσουν από το μάτι. Το μήκος του γιαχτανιού άγγιζε τον ποδόγυρο και ονομαζόταν «πλίτκι». Για σαράντα μέρες οι νύφες φορούσαν το κλασνίκι, που ήταν διακοσμημένο εκτός από το γιαχτάνι και με ασημένιες αλυσίδες, τις ονομαζόμενες «σασμπάια». Δείγμα και αυτές της οικονομικής ευρωστίας της νύφης. Τα γιαχτάνια που στόλιζαν τη νυφική φορεσιά είχαν πράσινο, κόκκινο, πορτοκαλί και μαύρο χρώμα. Όπως για κάθε ένδυμα, υπήρχε κι εδώ διαχωρισμός σε γιορτινό και σε καθημερινό, το οποίο είχε μόνο το κέντημα στο πλάι, ενώ παραλειπόταν το κέντημα στο στήθος.
Γιλέκο (κοντόφ): Ήταν κοινό ένδυμα τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Κατασκευαζόταν από μαύρο «γρίζια» (μάλλινο ύφασμα αργαλειού), το οποίο ήταν λεπτότερο από εκείνο που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή του «κλασνικιού» (πανωφοριού). Ήταν αμάνικο μια και το φορούσαν μονάχα το καλοκαίρι και το ύψος του έφτανε λίγο πιο κάτω από τη μέση. Τα τελειώματα διακοσμούνταν με κόκκινο γιαχτάνι. Οι γυναίκες στη δουλειά ή και όταν έβγαιναν βόλτα, προκειμένου να έχουν ελευθερία κινήσεων, το φορούσαν πάνω από την εντερία αντικαθιστώντας μ’ αυτό το κλασνίκι.
Ποδοπάνια: Ήταν υφαντά στον αργαλειό. Δεν τα έραβαν, αλλά τα τοποθετούσαν πάνω στα πόδια τους και τα στερέωναν με κόπτσκες στην εσωτερική μεριά του ποδιού. Ήταν κοινό ένδυμα τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Το λευκό χρώμα ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα των ποδοπανιών που προορίζονταν για τους νέους, ενώ το μαύρο χρώμα χαρακτήριζε τους ηλικιωμένους. Το 1944 εμφανίστηκαν τα τσουράπια (κάλτσες) και μέχρι το 1947 γινόταν χρήση και των δύο, τόσο των ποδοπανιών όσο και των τσουραπιών. Με το πέρασμα των χρόνων παραγκωνίστηκαν τα ποδοπάνια και φτάνουμε στο 1954 που χρησιμοποιούνταν μοναχά από τους υλοτόμους και τους κτηνοτρόφους.
Γυναικείες κάλτσες (ζέντσκι τσουράπια): Ήταν πλεκτές κάλτσες από μάλλινη κλωστή, την οποία κατασκεύαζαν μόνες τους οι γυναίκες. Το ύψος έφτανε μέχρι το γόνατο. Μέχρι το ύψος της γάμπας είχε διάφορα σχέδια πλεγμένα με τη χρήση πολύχρωμων κλωστών, ενώ η υπόλοιπη κάλτσα ήταν λευκή. Κυρίαρχα χρώματα είναι το λευκό και το μπορντό. Για την καθημερινή τους φορεσιά έπλεκαν τις κάλτσες με λιγότερα και μικρότερα στο μέγεθος σχέδια., Σύνηθες μοτίβο στις κάλτσες που προορίζονταν για καθημερινή χρήση ήταν τα «ραμτσά». Στην πατούσα κυριαρχούσε το λευκό χρώμα, την ομοιομορφία του οποίου διέκοπταν μπορντό ρίγες.
Ταρλίκια ή τερλίκια: Ήταν μάλλινα και φοριόταν πάνω από τις κάλτσες, καλύπτοντας το πέλμα. Για την κατασκευή τους οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό δύο κομμάτια μάλλινο ύφασμα μαύρου χρώματος, το «γρίζια» (μάλλινο ύφασμα αργαλειού), έπειτα το πήγαιναν στο ράφτη και εκείνος έδινε στο ύφασμα το σχήμα του τερλικιού με τη χρήση δύο χειροποίητων πατρόν. Η ένωση των κομματιών προκειμένου να πάρουν την οριστική τους μορφή τα ταρλίκια, γινόταν με βαμβακερή κλωστή. Επίσης, βαμβακερή κλωστή μαύρου χρώματος χρησιμοποιούνταν και στη συρραφή του γιαχτανιού, το οποίο πρόσθεταν στο πάνω μέρος του τερλικιού για αισθητικούς λόγους. Όλοι φορούσαν κοινά τερλίκια με εξαίρεση τις νύφες, οι οποίες προκειμένου να ξεχωρίσουν την ημέρα του γάμου τους φορούσαν τερλίκια με χρωματιστό γιαχτάνι. Επίσης, κοινές ήταν οι μαύρες παντόφλες δίχως σχέδια, οι οποίες χρησιμοποιούνταν απ’ όλους με εξαίρεση πάντα τις νύφες, των οποίων οι παντόφλες είχαν κεντημένα ποικίλα σχέδια. Με το πέρασμα του χρόνου έπαψαν να φοριούνται με εξαίρεση από τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου για διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, γι’ αυτό και δεν ήταν απαραίτητη η αυθεντικότητα των τερλικιών. Γεγονός που σε συνδυασμό με την έλλειψη υπάρξεων πολλών ραφτών, καθώς επίσης και με την εγκατάλειψη της υφάνσεως του υλικού από το οποίο φτιάχνονταν, οδήγησε στην υιοθέτηση του πλεξίματός τους με τη χρήση μάλλινης κλωστής. Το γιαχτάνι αντικαταστάθηκε από πολύχρωμες κλωστές, τις οποίες περνούσαν στο τερλίκι με βελόνες. Η συγκεκριμένη διακόσμηση ονομαζόταν «ουντμετάλου». Σήμερα οι περιορισμένες σε αριθμό γυναίκες που ασχολούνται με το ράψιμο των τερλικιών είναι απόγονοι των παλιών ραφτών, στις οποίες εκείνοι κληροδότησαν την τέχνη τους. Τα κατασκευάζουν από χοντρό ύφασμα του εμπορίου, το οποίο ονομάζουν «πουτούρι». Κατανοητό βέβαια είναι ότι υπάρχει εμφανώς διαφορά μεταξύ αυτών και των παλαιότερων αυθεντικών τερλικιών.
Κοσμήματα: Τα κοσμήματα που στόλιζαν τη φορεσιά ήταν ασημένια, αλλά γύρω στα 1974 ήρθαν ξένοι στο χωριό και ζήτησαν από τους κατόχους τους να τα αγοράσουν προσφέροντάς τους ελάχιστα ως αντάλλαγμα, είτε αυτά ήταν χρήματα, είτε υλικά αγαθά μικρής αξίας. Ισχυρίζονταν βέβαια ότι δεν είχαν καμιά αξία, μια και ήταν μπακιρένια και ότι οι ίδιοι θα τα έλιωναν προκειμένου να κατασκευάσουν σκεύη μ’ αυτά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαφανίστηκαν τα πολύτιμα εκείνα κοσμήματα πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Σήμερα τα κοσμήματα που στολίζουν τη φορεσιά είναι απομιμήσεις παλαιών κοσμημάτων.
Κουμπί (κόπτσια): Αποτελούνταν από μια αγκράφα, η οποία ονομαζόταν «τρέπεζα» και είχε σχήμα λαχούρι. Συνέχειά της ήταν η αλυσίδα, η οποία ήταν διακοσμημένη με ασημένια νομίσματα, που διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το μέγεθός τους. Έτσι είχαμε τα μεγάλα, που ονομάζονταν «ηκιλούκια», και τα μικρότερα, τα ονομαζόμενα «γρόχτσιατα». Επίσης υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία νομισμάτων, που ήταν κίβδηλα, οι «παρίγκες». Στο τελείωμα της αλυσίδας υπήρχε μια μικρή αγκράφα, η οποία ονομαζόταν «βάντιτσκα» κι ήταν διακοσμημένη με ανάγλυφα σχέδια όπως και η «τρέπεζα». Η «τρέπεζα» τοποθετούνταν στη λαιμουδιά του πουκαμίσου και συνέβαλλε στο κούμπωμά της. Η αλυσίδα ερχόταν διαγώνια στο στήθος και κατέληγε πίσω στο ύψος της μέσης, όπου στερεωνόταν πάνω στη ζώνη με τη βοήθεια της «βάντιτσκα» (γαντζάκι). Το κουμπί, το οποίο έχρειε περισσής λαμπρότητας και πλούτου, ήταν δώρο του γαμπρού προς τη νύφη. Εκτός απ’ αυτό υπήρχε και το άλλο δίχως την ύπαρξη νομισμάτων πάνω στην αλυσίδα και ανάγλυφων σχεδίων στο κουμπί και στη «βάντιτσκα» (γαντζάκι), το οποίο φοριόταν απ’ όλες τις γυναίκες επί καθημερινής βάσεως. Σε περίοδο πένθους φορούσαν το κουμπί αλλά δίχως την παρουσία νομισμάτων. Από το 1974 και ως σήμερα η «τρέπεζα» αντικαθίσταται από ένα μεγάλο νόμισμα διαμορφωμένο σε μορφή αγκράφας. Όσον αφορά την αλυσίδα, στολίζεται πλέον με «παρίγκες» και η «βάντιτσκα» (γαντζάκι) που υπάρχει στο τελείωμα δεν έχει ανάγλυφο σχέδιο. Τα κέρματα που χρησιμοποιούσαν αποτελούσαν ένδειξη της οικονομικοκοινωνικής θέσης του κατόχου τους. Κατά συνέπεια τα «ηκιλούκια» χαρακτήριζαν την εύπορη κοινωνική τάξη. Οι της μέσης κοινωνικής τάξης φορούσαν τα «γρόχτσιατα» και οι φτωχοί «παρίγκες».
Συστάκια: Είδος κοσμήματος από δύο σειρές αλυσίδων, οι οποίες ήταν διακοσμημένες με ασημένια νομίσματα, μεγαλύτερα σε μέγεθος από τα αντίστοιχα που στόλιζαν το κουμπί («κόπτσια»). Στις δύο άκρες τους είχαν από μια αγκράφα σε σχήμα πουλιού (ενδεχομένως αετού), με τη βοήθεια των οποίων στερεώνονταν στο στήθος. Τα συστάκια ήταν δώρο του γαμπρού στη νύφη κι αυτό ήταν έμβλημα των αρραβωνιασμένων και των παντρεμένων. Ως επί των πλείστον φορούσαν ένα ζευγάρι συστάκια σε αντιδιαστολή με τους εύπορους οι οποίοι φορούσαν δύο ζευγάρια. Μόνο οι νύφες φορούσαν τρία-πέντε ζευγάρια την ημέρα του γάμου τους, το ένα κάτω από το άλλο διαδοχικά. Τα νομίσματα της μιας σειράς χτυπούσαν πάνω στα νομίσματα της επόμενης και η τελευταία σειρά χτυπούσε πάνω στο «πόες». Με τον ήχο αυτό καταλάβαιναν ότι περνάει η νύφη. Οι νεόνυμφες μέχρι να περάσουν σαράντα μέρες από την ημέρα του γάμου τους φορούσαν όλα τα συστάκια. Μετά το πέρας αυτού του διαστήματος και επί ένα χρόνο φορούσαν ένα ζευγάρι συνέχεια. Οι υπόλοιπες δεσμευμένες γυναίκες τα φορούσαν μόνο στις μεγάλες γιορτές. Σε περίοδο πένθους δεν τα φορούσαν. Μετά το 1974 τόσο τα συστάκια όσο και η «κόπτσια» άρχισαν να κατασκευάζονται από κίβδηλα νομίσματα.
Τσάλμα: Τριγωνικό ύφασμα, το οποίο φοριόταν στο κεφάλι κάτω από τη μαντίλα. Ήταν ουσιαστικά το στολίδι του κεφαλιού. Το ύφασμα που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή της ήταν βαμβακερό, που στις δύο μπροστινές του άκρες είχε ραμμένα δύο κορδόνια, τα οποία χρησίμευαν για να τη δένουν στο κεφάλι. Ακόμα υπήρχε άλλο ένα κορδόνι ραμμένο περίπου στο κέντρο του μπροστινού τμήματος της τσάλμας και φοριόταν κάτω από το σαγόνι, ώστε να τη σταθεροποιεί. Διακρίνονταν σε γιορτινές και καθημερινές. Οι γιορτινές είχαν πλούσια διακόσμηση. Αρχικά υπήρχε μια χρυσαφί υφασμάτινη λωρίδα, που ονομαζόταν «σρέμπρου» (χρυσό). Υπήρχαν διαφορετικής χρηματικής αξίας «σρέμπρου», ανάλογα με τα σχέδια που την διακοσμούσαν. Στο κέντρο είχε ραμμένο ένα μικρό χρυσό φλουρί («ρούμπικα») και λίγο παρακάτω απ’ αυτό υπήρχε ένα μεγαλύτερο, το «αλτάν», το οποίο ακουμπούσε στη μέση της χωρίστρας. Οι γυναίκες χτένιζαν τα μαλλιά τους σε πλεξίδες. Εκατέρωθεν του μεγάλου φλουριού υπήρχαν στερεωμένα πάνω σ’ ένα χρυσό γιαχτάνι το «κλουμπουντάν» από δέκα χρυσά φλουριά σε κάθε πλευρά. Δεξιά και αριστερά του «σρέμπρου» κρέμονταν δύο αλυσίδες, στερεωμένες στην τσάλμα και στολισμένες σε «γρόχτσιατα». Πάνω από το «σρέμπρου» υπήρχε μια σειρά με σχέδια δημιουργημένα με χάντρες, από την οποία κρέμονταν σαράντα ασημένια «γρόχτσιατα». Τα χρυσά φλουριά και τα «γρόχτσιατα» που κρέμονταν ήταν δώρο του αρραβωνιαστικού στην κοπέλα. Οι αδέσμευτες φορούσαν τσάλμες διακοσμημένες μόνο με ασημένια «γρόχτσιατα» και φλουριά. Οι καθημερινές τσάλμες ήταν απλούστερες. Αντικαθιστούσαν τα «γρόχτσιατα» με «παρίγκες». Το «σρέμπρου» δεν υπήρχε. Ένα ψεύτικο φλουρί στο κέντρο και ελάχιστες «παρίγκες» δεξιά κι αριστερά αποτελούσαν τη μια διακόσμηση. Επίσης εξέλιπε και η αλυσίδα. Σε περίπτωση κακοκαιρίας, ακόμα κι αν ήταν γιορτή, φορούσαν τις καθημερινές τσάλμες, γιατί η βροχή μαύριζε το «σρέμπρου» και τα «γόχτσιατα». Σε περίοδο πένθους δεν φορούσαν τσάλμα παρά μόνο ένα τριγωνικό πανί, που διευκόλυνε το στερέωμα της μαντήλας στο κεφάλι. Στις μέρες μας οι τσάλμες είναι διακοσμημένες με ασημένιες και χρυσές «παρίγκες» ελλείψει γνήσιων νομισμάτων.
Ανδρική φορεσιά
Στην ανδρική φορεσιά, η κατασκευή των ρούχων που την αποτελούσαν ήταν έργο τόσο των γυναικών, όσο και του ράφτη. Έτσι λοιπόν, τα κομμάτια που έραβε αποκλειστικά ο ράφτης ήταν το σαλβάρι, η κυλότα, το γιλέκο, το ζαμαντάν, η τραγιάσκα, η σιάτκα, το ύφασμα των οποίων το ύφαιναν οι γυναίκες στον αργαλειό κι έπειτα το παρέδιδαν στον ράφτη για τη δημιουργία του συγκεκριμένου ενδύματος. Η δημιουργία των υπολοίπων ρούχων ήταν έργο των γυναικών.
Πουκάμισο (ρίζα): Ήταν κοινό ένδυμα όλων των ανδρών και φοριόταν πάνω τους ανεξαρτήτου εποχής. Ήταν λευκού χρώματος και ραμμένο στο χέρι με τη χρήση δύο υφαντών βαμβακερών φύλλων υφάσματος, του «πλάτνου», μπρος πίσω. Τα φαρδιά μανίκια είχαν ραφή στο κάτω μέρος τους και πιέτες στη μανσέτα, για να φουσκώνουν και να φαίνονται πλουσιότερα. Είχε μικρό όρθιο γιακά και μικρό άνοιγμα στο στήθος. Στα μανίκια και στο λαιμό κούμπωνε με κόπτσιες. Το ύψος του έφτανε έως του γοφούς.
Σαλβάρι – βράκα (γάστα): Ήταν χειμερινό ένδυμα, κατασκευασμένο από «γρίζια» (μάλλινο ύφασμα αργαλειού) μαύρου χρώματος. Το αντίστοιχό του κατά τους θερινούς μήνες ονομαζόταν βράκα («γάστα») και κατασκευαζόταν από βαμβακερό ύφασμα, το οποίο ήταν όμοιο με το ύφασμα του πουκάμισου αλλά μπλε χρώματος. Είχε ίδιο κόψιμο με το σαλβάρι, αλλά η διαφορά τους έγκειται στο μεγαλύτερο φάρδος της «γάστας». Το ύψος τους έφτανε κάτω από το γόνατο. Στην μέση υπήρχε ένα βαμβακερό κορδόνι, το «ρουκουζούν», με τη χρήση του οποίου στερεωνόταν το ένδυμα στο σώμα. Το σαλβάρι στον ποδόγυρο είχε πιέτες. Οι τσέπες ήταν διακοσμημένες με μαύρο γιαχτάνι. Ήταν το κύριο ένδυμα και ανάλογα με την πολυχρησία του κατατασσόταν στα καθημερινά ή στα γιορτινά ενδύματα.
Κυλότα: Λέγοντας κυλότα αναφερόμαστε στο παντελόνι. Και αυτό το ένδυμα διακρινόταν σε χειμερινό και θερινό. Η χειμερινή κυλότα («σμιλιάντσκα») κατασκευαζόταν από «γρίζια» (μάλλινο ύφασμα αργαλειού) σε μαύρο χρώμα. Όσον αφορά τη θερινή κυλότα («λιάτνκα») κατασκευαζόταν από βαμβακερό ύφασμα, το οποίο ήταν όμοιο με αυτό του πουκαμίσου, μπλε χρώματος. Το ύψος τους έφτανε κάτω από το γόνατο, στο ύψος της γάμπας. Είχαν ίδιο κόψιμο, δηλαδή ήταν φαρδιά στο πάνω μέρος και στένευαν στη γάμπα κάνοντας ένα αυτάκι. Στη μέση δένονταν με βαμβακερό κορδόνι, το «ρουκουζούν». Με το πέρασμα των χρόνων η κυλότα κούμπωνε στη μέση με κουμπιά. Επίσης δημιουργήθηκαν θηλύκια για τη ζώνη και στη γάμπα στο σημείο που στένευε υπήρχαν κουμπιά για να είναι πιο σταθερή. Τέλος, οι τσέπες, που αρχικά ήταν διακοσμητικές, μετατράπηκαν σε λειτουργικές. Το σχέδιο της κυλότας εμφανίστηκε γύρω στα 1949. Φημολογείται ότι το έφεραν οι ράφτες στο χωριό και σιγά-σιγά αντικατέστησε το σαλβάρι.
Γιλέκο (κοντόφ): Ήταν κοινό ένδυμα τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Με μοναδική διαφορά τη διακόσμηση στα τελειώματά του, τα οποία διακοσμούνταν με μαύρο αντί για κόκκινο γιαχτάνι. Το φορούσαν πάνω από το πουκάμισο και το «ζαμαντάν». Στις μέρες μας τα μέλη του Χορευτικού Συλλόγου φορούν γιλέκο με κόκκινο γιαχτάνι.
Ζαμαντάν – κουμπαράν: Το ζαμαντάν ήταν καλοκαιρινό ανδρικό ένδυμα. Το φορούσαν κάτω από το γιλέκο και κατασκευαζόταν από μαύρο μάλλινο ύφασμα, το οποίο όμως ήταν λεπτότερο από το «γρίζια» και ονομαζόταν «σάεκ». Το χειμώνα πάνω από το ζαμαντάν φορούσαν το κουμπαράν. Ήταν όμοιο με το ζαμαντάν, μόνο που αυτό είχε μανίκια. Και τα δύο είχαν στα τελειώματά τους μαύρο γιαχτάνι. Το ύψος τους έφτανε λίγο παρακάτω από τη μέση. Το ζαμαντάν κούμπωνε σταυρωτά και είχε κλειστή λαιμουδιά εν αντιθέσει με το κουμπαράν, το οποίο κούμπωνε μπροστά σχηματίζοντας V. Δεν είχε γιακά, ώστε να φαίνεται το ζαμαντάν. Ήταν ένδυμα όλων ανεξαιρέτως των ηλικιών και το φορούσαν ως το 1974. Το χειμώνα φορούσαν επίσης μια κάπα με κουκούλα, ώστε να προστατεύονται από τις άσχημες καιρικές συνθήκες.
Ζωνάρι (κουλάν): Οι άνδρες στη μέση, πάνω από το πουκάμισο και το σαλβάρι, την κυλότα και τη γάστα, φορούσαν το ζωνάρι. Ήταν ολόμαλλο υφαντό στον αργαλειό. Είχε σχήμα στενόμακρο και βυσσινή χρώμα, την ομοιομορφία του οποίου διέκοπταν λευκές και μπλε λωρίδες στο υφάδι από βαμβακερή κλωστή. Στις άκρες του υπήρχαν μακριά κρόσσια από το στημόνι και αποτελούσε μέρος της ενδυμασίας των νεότερων ανδρών, σε αντίθεση με τις ζώνες, που προορίζονταν για τους ώριμους άνδρες και οι οποίες είχαν χρώμα μπορντό ή μπλε και ασφαλώς δεν ήταν διακοσμημένες με σχέδια.
Κεφαλοκαλύμματα: Τα κεφαλοκαλύμματα κατασκευάζονταν από μαύρο «γρίζια» (μάλλινο ύφασμα αργαλειού). Υπάρχουν δύο ειδών καπέλα: η τραγιάσκα, την οποία φορούσαν οι νέοι και οι γαμπροί, η αρχική ονομασία της οποίας ήταν «τερλέκ», και η «σιάτκα», η οποία είχε στρογγυλό σχήμα και τη φορούσαν οι ηλικιωμένοι. Αρχικά υπήρχε μόνο η «σιάτκα», η τραγιάσκα ήταν μεταγενέστερη. Για ορισμένο χρονικό διάστημα συνυπήρχαν και τα δύο είδη και ο καθένας ανάλογα με τις προτιμήσεις του επέλεγε το ένα ή το άλλο. Ως το 1958 συναντάμε της χρήση της «σιάτκας», αλλά από εκεί κι έπειτα εκλείπει, σε αντίθεση με την τραγιάσκα, η χρήση της οποίας διευρύνεται.
Μαντίλα (σέμια) γαμπρού: Τη μαντήλα του γαμπρού τη δώριζε η κοπέλα στον αρραβωνιαστικό της την ημέρα του αρραβώνα τους, ανάλογη έπαιρνε και ο παράγαμπρος. Τη φορούσαν πάνω στους ώμους την ημέρα του γάμου και τη στερέωναν μπροστά με μια καρφίτσα.
Ανδρικές κάλτσες (μάσκι τσουράπια): Στην ανάλυση της γυναικείας φορεσιάς αναφέρθηκε ότι τα ποδοπάνια προϋπήρχαν των τσουραπιών, των οποίων βέβαια αποτελούν και εξέλιξη. Οι ανδρικές κάλτσες (μάσκι τσουράπια), ήταν πλεγμένες στο χέρι με μαύρη μάλλινη και κόκκινη κλωστή. Το ύψος του έφτανε ως το γόνατο. Στο πάνω μέρος τους εσωτερικά υπήρχε μια μεγάλη κλωστή, με την οποία στερέωναν τα τσουράπια (κάλτσες) στο πόδι. Την ομοιομορφία του μαύρου χρώματος διέκοπτε ένα κόκκινο σχέδιο, το οποίο βρισκόταν στη μέση της γάμπας, ενώ τα τσουράπια (κάλτσες) που προορίζονταν για τους ωριμότερους άνδρες ήταν ολόμαυρες δίχως σχέδια. Στα πέλματα υπήρχαν μπαλώματα από «γρίζια» (μάλλινο ύφασμα αργαλειού). Το συγκεκριμένο μπάλωμα εμπόδιζε τη γρήγορη φθορά των τσουραπιών. Οι άντρες φορούσαν πάντοτε τσαρούχια ή παπούτσια, ώστε να περπατούν άνετα.