Σύντομο ιστορικό Ξηροποτάμου
Ιστορία |
Του Δεμίση Κ. Γεωργίου
Ο Ξηροπόταμος είναι κωμόπολη του νομού Δράμας. Το χωριό είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στους πρόποδες του όρους Φαλακρού, σε υψόμετρο 270 μέτρων, σε απόσταση περίπου 5 χιλιομέτρων από την πόλη της Δράμας, στην οποία ανήκει και διοικητικά. Συστάθηκε ως Κοινότητα Βησωτσάνης με το Β.Δ. της 13-11-1919 (ΦΕΚ Α’ 251). Οι οικισμοί που απαρτίσανε αρχικά την Κοινότητα ήταν οι: Βησωτσάνη, Δράνοβα (Μοναστηράκι), Τουρκοχώρι (Μυλοπόταμος) και Κόβιτσα (Βαθύλακκος). Ο οικισμός Δράνοβο προσαρτήθηκε στη Δράμα με το Β.Δ. της 22-2-1920 (ΦΕΚ Α’ 67), ενώ ο οικισμός του Μυλοποτάμου αποσπάστηκε σε ξεχωριστή Κοινότητα με το Δ. της 17-4-1936 (ΦΕΚ Α’ 184). Η Κοινότητα Βησωτσάνης μετονομάστηκε σε Κοινότητα Ξηροποτάμου με το Δ. της 1-4-1927 (ΦΕΚ Α’ 76).
Η σημερινή ονομασία του χωριού είναι σχετικά πρόσφατη. Οι κυριότερες εκδοχές για την προέλευση του ονόματος Βησσοτσάνη είναι δύο. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, το τοπωνύμιο συνδέεται με το θρακικό φύλο των Βησσών ή Βεσσών. Οι Βησσοί ζούσαν στις κορυφές και στα υψίπεδα του Φαλακρού. Το μαντείο των Βησσών, φημιζότανε στην αρχαιότητα για την αξιοπιστία των χρησμών του. Το επισκέφτηκαν διάσημοι πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Μ. Αλέξανδρος, ο Ρωμαίος ανθύπατος της Μακεδονίας Οκτάβιος Γάιος και άλλοι. Ονομάστηκαν έτσι, σύμφωνα με τον Λουκιανό: «…εκ των πολλών βοών τους οποίους εκτρέφει η χώρα των».
Η δεύτερη εκδοχή υποστηρίζει ότι παράγεται από την σλαβική λέξη Βισόκ που σημαίνει ψηλός, λόγω του υψώματος στο οποίο ήταν κτισμένος ο οικισμός. Το δεύτερο συνθετικό προέρχεται, σε κάθε περίπτωση από την τουρκική λέξη τσιάν που σημαίνει κουδούνι. Την εποχή της τουρκικής κατάκτησης είναι βέβαιο λοιπόν ότι στην περιοχή υπήρχαν κοπάδια με αιγοπρόβατα. Η αίσθηση του ήχου που δίνει το αντικείμενο, αλλά και η ονομασία του καθορίζουν ασφαλέστερα την επικράτηση της ονομασίας του τόπου.
Βησοτσάνη ή Βησ(σ)ότσιανη ή Βησσωτσιάνη και Βισώτζιανη είναι διάφορες ονομασίες που συναντά κανείς στις λιγοστές γραπτές πηγές του 19ου αιώνα (Μερτζίδης, Σχοινάς, Χατζηκυριακού), που αναφέρονται στον Ξηροπόταμο. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά είναι ένα χειρόγραφο της Μονής Κοσίνιτσας (Εικοσιφοίνησσας) του Παγγαίου όρους, που χρονολογείται στο 17ο αιώνα και αναφέρει την ονομασία Βισώτζιανη. Το σπουδαιότερο ωστόσο γραπτό κειμήλιο του Ξηροποτάμου είναι ο Κώδικας του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου του 1906, όπου το χωριό ονομάζεται Βησσοτσάνη.
Η πλειοψηφία των κατοίκων του Ξηροποτάμου είναι γηγενείς Μακεδόνες που ζουν στην περιοχή αυτή πάρα πολλά χρόνια. Κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα και ακρίβεια να προσδιορίσει χρονικά, την ύπαρξη του χωριού. Στο λόφο του Προφήτη Ηλία ανατολικά του Ξηροποτάμου, εντοπίστηκε οικισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (1500-700π.Χ.) όπου βρέθηκαν λαβές και πόδι αγγείου. Επίσης, στη Βιομηχανική Ζώνη Δράμας εντοπίστηκε νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (1050-700π.Χ.), που πιθανόν έχει σχέση με τον οικισμό του Πρ. Ηλία Ξηροποτάμου. Πρόκειται για νεκροταφείο τύμβων με ταφές-καύσεις και ταφές-ενταφιασμούς. Βρέθηκαν στους τύμβους αγγεία γραπτής κεραμικής, με αυλακωτή εγχάρακτη και πρωτογεωμετρική διακόσμηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αγγεία των τύμβων, τοπικά θρακικά, μαζί με αγγεία από τη νότια Ελλάδα. Ενώ για πρώτη φορά φαίνεται καθαρά στους τύμβους η άμεση σχέση των ευρημάτων της Ανατολικής Μακεδονίας με τα αντίστοιχα της Κεντρικής και ιδιαίτερα των προϊστορικών τύμβων της Βεργίνας.
Στην ανατολική πλευρά του Ξηροποτάμου, στο ύψωμα «Μαυρουδή», έχει εντοπιστεί αρχαίο φρούριο (στη θέση Παπάς-Τερλασί), που πιθανότατα κατασκευάστηκε από θρακικά φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή τον 2ο αι. π.Χ. Στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του λόφου Καλελίκ (592 μ. υψόμετρο), έχει αποκαλυφθεί τμήμα ρωμαϊκού υδραγωγείου, ενώ ρωμαϊκή γέφυρα στη Βιομηχανική Ζώνη Δράμας. Αυτά μαρτυρούν ότι στο χώρο αυτόν υπήρχε ρωμαϊκή κώμη (Vici). Το σίγουρο πάντως είναι ότι, ο Ξηροπόταμος έχει αδιάλειπτη οικιστική συνέχεια, από την εποχή του χαλκού μέχρι σήμερα.
Με την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς (1373), οι χριστιανικοί πληθυσμοί υπέστησαν φοβερούς διωγμούς. Εγκαταστάθηκαν στο χωριό Τούρκοι (Κονιάρηδες και Γιουρούκηδες), ενώ δεν ήταν και λίγοι αυτοί που εξισλαμίστηκαν. Συνέπεια της τουρκικής κατάκτησης ήταν η ελάττωση του πληθυσμού με διωγμούς, φόνους, παιδομάζωμα. Οι περιουσίες των χριστιανών περιήλθαν στους Τούρκους καθώς και όλα τα δημόσια κτίρια, εκκλησίες κ.α. Πολλοί κάτοικοι του χωριού μετανάστευσαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Το μεγαλύτερο τμήμα όμως του πληθυσμού κατέφυγε στο βόρειο ορεινό συγκρότημα του Φαλακρού και την ευρύτερη οροσειρά της Ροδόπης.
Στα οθωμανικά χρόνια ζει μια σημαντική μουσουλμανική κοινότητα στο χωριό, η οποία καλλιεργεί τα ιδιόκτητα τσιφλίκια στον κάμπο του Ξηροποτάμου και παράλληλα ασχολείται και με την κτηνοτροφία. Η γη που αφέθηκε στους χριστιανούς περιοριζόταν στις ορεινές περιοχές. Στα μουσουλμανικά μνημεία του χωριού συγκαταλέγονταν λουτρά (hamam), τζαμί, ιεροδιδασκαλείο, νεκροταφεία. Σήμερα σώζονται μόνο τα ερείπια του τζαμιού, στο κέντρο του χωριού.
Η ραγδαία ανάπτυξη της παραγωγής καπνού στην περιοχή μας τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οδηγεί αρκετές οικογένειες από την Πίνδο, την Ήπειρο, τη δυτική και κεντρική Μακεδονία, τη Θεσσαλία κ.α. να έρθουν και να εγκατασταθούν στον Ξηροπόταμο. Κύριο χαρακτηριστικό των οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν στα μισά του 19ου αιώνα, είναι η πρόσληψη μεγάλου αριθμού εποχιακών εργατών στα μεγάλα τσιφλίκια της περιοχής (Τουρκοχωρίου, Άνω και Κάτω Κουτρούλιοβα, Ουτσιουρούμ) και η πρώτη εμφάνιση της μισθωτής εργασίας. Είναι η περίοδος που ο Ξηροπόταμος, διπλασιάζει το χριστιανικό πληθυσμό του.
Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, η βουλγαρική προπαγάνδα προσπάθησε αρκετές φορές να δημιουργήσει εξαρχική ενορία στο χωριό. Το 1904-1906 η εκκλησία του αγίου Γεωργίου παραμένει κλειστή. Με τις μεθοδικές και επίμονες προσπάθειες του μητροπολίτη Χρυσοστόμου ο ναός ξανανοίγει για λογαριασμό της ελληνορθοδόξου κοινότητας Βησσοτσάνης. Τον Φεβρουάριο του 1906 επισκέπτεται τη Βησοτσάνη ο Χρυσόστομος με τον διάκονό του Θεμιστοκλή. Φιλοξενείται στο σπίτι του Ιωάννη Σαμαρά όπου κλήθηκαν οι δημογέροντες και οι επιφανείς Έλληνες του χωριού. Ο μητροπολίτης τους παροτρύνει να συστήσουν το συντομότερο Επιτροπή Άμυνας και να οργανωθούν εναντίον των κομιτατζήδων και των πρακτόρων της βουλγαρικής προπαγάνδας. Ηγετικά στελέχη των Επιτροπών Αμύνης κατά τον Μακεδονικό Αγώνα ήταν οι: Δημήτριος Στοϊμενίδης πρόεδρος, Ιωάννης Σαμαράς γραμματέας και ο ιερέας Παπαδημήτρης ταμίας.
Ο αρχικομιτατζής Πανίτσα μπαίνει τακτικά στο χωριό και τρομοκρατεί τον πληθυσμό. Οι Έλληνες κάτοικοι της Βησσοτσάνης, ζούσαν κάτω από τη συνεχή πίεση των κομιτατζήδων. Αυτοί τους υποχρέωναν να πληρώνουν συνδρομή στο βουλγαρικό κομιτάτο και να γράφονται Εξαρχικοί. Είναι η περίοδος που οι Βούλγαροι κομιτατζήδες ελέγχουν απόλυτα τον ορεινό όγκο βόρεια του χωριού.
Από τον κώδικα του αγίου Γεωργίου πληροφορούμαστε ότι το 1906 η Βησοτσάνη είχε 135 περίπου οικογένειες πατριαρχικές, 55-60 εξαρχικές (βουλγαρικές), 35-40 μωαμεθανικές. Οι παραπάνω αριθμοί δείχνουν την μεγάλη υπεροχή του ελληνικού στοιχείου σε μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη, όπου επικρατούσε η ένταση και η τρομοκρατία. Ο Γ. Χατζηκυριακού επισκεπτόμενος τον Ξηροπόταμο το 1906 γράφει: «Η Βισοτσιάνη εμμένει ευσυνειδήτως εις την πατρώαν πίστην διατηρούσα μεγάλην και ανιστορημένην εκκλησίαν και σχολείον αμφοτέρων των φύλων μετά δύο διδασκάλων».
Το 1906 στον Ξηροπόταμο κατοικούσαν 130 ορθόδοξες οικογένειες, 60 εξαρχικές και 50 μουσουλμανικές. Το 1910 η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και το σχολείο παρέμειναν στα χέρια των πατριαρχικών, ενώ οι εξαρχικοί, με τη βοήθεια των Νεότουρκων, αγόρασαν μια καπναποθήκη, στο χώρο που σήμερα στεγάζεται το πνευματικό κέντρο, το ισόγειο της οποίας μετέτρεψαν σε εκκλησία και τον όροφο σε σχολείο.
Οι Μακεδονομάχοι του Ξηροποτάμου ήταν οι εξής: Ι. Σαμαράς, Ι. Παπαϊωακείμ, (ιερέας), Ι. Εκλεμές, Γλυκερία Σαμαρά, Δ. Μανδρατζής. Στους καταλόγους των οικείων Συλλόγων αναφερόμενο Μακεδονομάχοι είναι επίσης: Θ. Τότσιος, Κ. Ρούτσου, Κ. Μανδρατζής, Γ. Δερμεντζής, Γ. Μαυρουδής, Ν. Σολάκης, Β. Θεολογίδης, Α. Αθανασιάδης, Β. Θεολόγος, Μητρούσης. Εξαιρετική δράση σημείωσε η Ροΐντα (Η) Λούση σύζυγος Γεωργίου. Ήταν πάντα ένοπλη και κινούνταν ως σύνδεσμος μεταξύ του χωριού και των ορεινών λημεριών. Ο Μακεδονομάχος Ιωάννης Σαμαράς δολοφονήθηκε στο προαύλιο του σπιτιού του την 6-9-1911 από Βούλγαρους Εξαρχικούς. Την ίδια τύχη είχε και ο ιερέας Ιωακείμ Παπαϊωακείμ, ο οποίος δολοφονήθηκε από Βούλγαρους επειδή αρνήθηκε να λειτουργήσει στη βουλγαρική γλώσσα.
Το 1885 λειτουργούσε στον Ξηροπόταμο ελληνικό σχολείο με 30 μαθητές, μαθήτριες και νήπια. Σύμφωνα με τον γενικό επιθεωρητή των ελληνικών σχολείων της Μακεδονίας Δ. Σάρρου το σχολικό έτος 1910-11, λειτουργούσε νηπιαγωγείο στον Ξηροπόταμο. Επίσης, το ίδιο διάστημα λειτουργούσε 4τάξιο αρρεναγωγείο με 56 μαθητές και 3τάξιο παρθεναγωγείο με 45 μαθήτριες.
Την 1η Ιουλίου 1913, ύστερα από τουρκική σκλαβιά 540 ετών, και 10μηνη βουλγαρική, ο Ξηροπόταμος απελευθερώνεται. Τα υποχωρούντα βουλγαρικά στρατεύματα ακολουθούν μερικοί φυγάδες Βούλγαροι, που ως τότε ήταν εγκατεστημένοι στο χωριό. Παράλληλα πρόσφυγες έρχονται από περιοχές της βόρειας Μακεδονίας. Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας του 1924 που ξερίζωσε χιλιάδες οικογένειες από τις προγονικές εστίες τους και τις έσυρε εκατέρωθεν στην προσφυγιά, άλλαξε σημαντικά την πολιτισμική σύνθεση του πληθυσμού. Την περίοδο αυτή εγκαταλείπουν τον Ξηροπόταμο 400 περίπου Μουσουλμάνοι και λίγοι κάτοικοι για την Βουλγαρία. Ταυτόχρονα έρχονται και εγκαθίστανται 370 πρόσφυγες, οι περισσότεροι από τους οποίους κατάγονταν από την Ανατολική Θράκη (περιοχή Σαράντα Εκκλησιών), τη Μικρά Ασία και λιγοστοί από τον Πόντο.
Οι Βούλγαροι, στον πόλεμο του 1916-1917 κατέλαβαν τη Μακεδονία για δεύτερη φορά. Η παραμονή τους είναι μικρή αλλά αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη σκληρότητα τους Έλληνες κατοίκους του χωριού με ομηρίες, δολοφονίες, πλιάτσικο κ.α.
Στα δύσκολα χρόνια του μεσοπολέμου, ο Ξηροπόταμος γνωρίζει τη σκληρή στάση των διοικητικών και αστυνομικών οργάνων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας είχε απαγορευτεί στους κατοίκους να τελούν τα πατροπαράδοτα έθιμα του Δωδεκαημέρου, με την πρόφαση ότι αυτά δεν ήταν ελληνοπρεπή.
Το 1941 οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν για τρίτη φορά τον Ξηροπόταμο. Πίστεψαν ότι η κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν οριστική και συνεπώς δεν έμεινε παρά να επιδοθούν στον εκβουλγαρισμό της περιοχής. Πρόεδροι κοινοτήτων, γραμματείς, δάσκαλοι, ιερείς, με τις οικογένειές τους εξορίστηκαν πέραν του Στρυμόνα ποταμού. Στη θέση τους τοποθετήθηκαν Βούλγαροι και απαιτούνταν από τους Έλληνες να επικοινωνούν μαζί τους στη βουλγαρική γλώσσα. Στα σχολεία διδάσκονταν μόνο βουλγαρικά και η λειτουργία στην εκκλησία γινόταν και αυτή στα βουλγαρικά. Δέκα πρόκριτοι του Ξηροποτάμου εκτοπίζονται άμεσα, πέρα από το Στρυμόνα, δηλώνοντας ότι αναχωρούν οικειοθελώς, χαρίζοντας τα υπάρχοντά τους στο βουλγαρικό κράτος. Οι βουλγαρικές αρχές, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1941 της Δράμας, αλλά και από την αρχή της κατοχής, εξόπλισαν τους ντόπιους Βούλγαρους, όπως τους ονόμαζαν. Έτσι εμφανίστηκαν αστυφύλακες και αγροφύλακες που μιλούσαν βουλγαρικά και ελληνικά είχαν όμως ακμαίο βουλγαρικό φρόνημα και αποδείχτηκαν σκληροί διώκτες των συγχωριανών τους. Παρά την τρομοκρατία δεν δηλώθηκαν όλοι Βούλγαροι. Σύμφωνα με απογραφή του 1943, στον Ξηροπόταμο από τους 2.496 κατοίκους, μόνο οι 979 δήλωσαν βουλγαρική εθνική ταυτότητα. Το 1944 οι Βούλγαροι αποχωρούν οριστικά από την περιοχή, ενώ τους ακολουθούν μερικές οικογένειες βουλγαριζόντων κατοίκων του χωριού.
Το σημαντικότερο μνημείο του Ξηροποτάμου αποτελεί ο ναός του νεομάρτυρα Θεοδώρου, η οποία βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του χωριού, στο χώρο του Α’ νεκροταφείου. Πρόκειται για τον αρχαιότερο μεταβυζαντινό ναό της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας. Η εντοιχισμένη επιγραφή της νότιας εισόδου αναφέρει ότι η εκκλησία κτίστηκε από τον μητροπολίτη Φιλίππων και Δράμας Παρθένιο Κατσακούλη το 1815, στις 15 Μαρτίου. Ο Παρθένιος αποφάσισε να αφιερώσει το ναό σε έναν νεομάρτυρα από την πατρίδα του τη Λέσβο. Ή στον νεομάρτυρα Θεόδωρο τον Μυτιληναίο – Χατζηθεόδωρο (μαρτύρησε στις 30-1-1784 στην πόλη Παρμάκ Καπού) ή στον νεομάρτυρα Θεόδωρο τον Βυζάντιο τον νέο (μαρτύρησε στις 17-2-1795 στη Μυτιλήνη). Δεν έχει διευκρινιστεί σε ποιον από τους δύο. Είναι τρίκλητη, ξυλόστεγη βασιλική, με υπερυψωμένο γυναικωνίτη και υπόστεγο στην δυτική πλευρά (διαστάσεων 15 x 10,60μ.), προσαρμόζεται πετυχημένα στο ελαφρά κεκλιμένο έδαφος. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο με τις εικόνες αφιερωμένες στον Χριστό και την Παναγία να είναι μεγαλύτερες, ενώ η οκταγωνική Αγία Τράπεζα έχει μαρμάρινη κυλινδρική βάση. Σώζονται επίσης, δύο εικονοστάσια, δύο πολυέλαιοι, το χώρισμα του γυναικωνίτη, ένα προσκυνητάρι και ο δεσποτικός θρόνος. Μια περιήγηση στον Ξηροπόταμο μπορεί κανείς να θαυμάσει πολλά ακόμη μνημεία αλλά και τοπία.
Παραδοσιακά οι κάτοικοι του ασχολούνταν με την γεωργία και ειδικότερα με την παραγωγή καπνού στον κάμπο της Δράμας και την κτηνοτροφία. Τις δεκαετίες του 1970 και 1980 μεγάλο μέρος των κατοίκων του μετανάστευσαν στην Γερμανία σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Η ενασχόληση με τη γεωργία έχει εγκαταλειφθεί τελευταία σε μεγάλο βαθμό. Σημαντική πηγή εισοδήματος για το χωριό είναι η κτηνοτροφία, τα λατομεία και τα εργοστάσια κοπής και επεξεργασίας μαρμάρου, που υπάρχει σε σημαντικές ποσότητες τόσο στο Φαλακρό όσο και στους υπόλοιπους γύρω ορεινούς όγκους. Σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων δυτικά από τον Ξηροπόταμο λειτουργεί οργανωμένη Βιομηχανική Ζώνη, με αρκετές βιοτεχνικές & βιομηχανικές μονάδες επεξεργασίας μαρμάρου, γρανίτη, ελαστικών, πλαστικών κ.τ.λ.
Σήμερα πολλοί μετανάστες έχουν επιστρέψει, έχουν χτίσει και επισκευάσει τα σπίτια τους και διατηρούν ένα καλό βιοτικό επίπεδο. Ο επαναπατρισμός δημιούργησε ικανή οικονομική βάση για να παραμείνουν στο χωριό και να δημιουργήσουν οικογένεια εκπρόσωποι της νεότερης γενεάς, με αποτέλεσμα ο Ξηροπόταμος σήμερα να είναι μια ζωντανή, δυναμική κοινότητα με 2.772 μόνιμους κατοίκους κατά την απογραφή του έτους 2001.