ΛΙΜΟΚΟΝΤΟΡΟΣ
Στίχοι τραγουδιών |
Λιμοκοντόρος πέρασε και βρήκε μια δεκάρα
κι από την πείνα την πολλή την πήρε κουραμάνα.
Η κουραμάνα ήταν ξερή κι έκατσε στο λαιμό του
κι εγούρλωσε τα μάτια του κι έκανε το σταυρό του.
-Θεέ μου παντοδύναμε, κατέβα κάνε κρίση,
η κουραμάνα ήταν ξερή, γυρεύει να με πνίξει.
Λιμοκοντόρος έβαλε μεταξωτή γραβάτα
και για καρφίτσα έβαλε μια κόκκινη ντομάτα.
Λιμοκοντόρος έβαλε μεταξωτό μαντήλι
και για γραβάτα έβαλε της λάμπας το φιτίλι.
Εσύ πρέπει, αφέντης μου, καρέκλα να καθίσεις
κι ένα γαϊδουροκέφαλο να το ξεκοκαλίσεις.
Εξάσπρισαν το τζάκι μας και σαν το μαγειριό μας,
μελαχρινό στο πρόσωπο, σαν τον κυρ-γάιδαρό μας.
Κουνούπια, ψύλλοι και κοριοί, εκάμαν συμμορία
και ήρθανε στην πλάτη μου κι ανοίξαν καφενεία.
Οι ψείρες οι πιο έξυπνες με πήραν για κουβέρτα,
το στρώσανε στην πλάτη μου και παίζανε την πρέφα.