ΠΕΤΡΟΥΣΑΣ
Φορεσιά |
- Μαντήλα- Σερβέτα: Μαντίλι σε χρώμα βυσσινί, κόκκινο ή καφέ με μικρά λουλουδάκια. Γύρω γύρω ραμπίλου –δαντελίτσα σε ανάλογους χρωματισμούς.
- Πουκάμισο-Ρίζα: λευκό, υφαντό –πλάτνο πουκάμισο από βαμβάκι. Είναι ίσιο , μονοκόμματο φύλλο υφάσματος μπρος –πίσω με μανίκια. Στην ένωση η ύφανση λεγόταν «μουσελπάκ» και ήταν με λευκό χρώμα ή μπλε με λευκό. Στο κάτω μέρος δεξιά και αριστερά είχε άνοιγμα ως το σεγιέ το οποίο όμως το δούλευαν με μεταξωτή κλωστή ή με κλωστή χρώματος μπλε και κίτρινο. Το καλοκαίρι το πουκάμισο ήταν από πιο λεπτό, βαμβακερό ύφασμα –κάμποτο- το οποίο αγόραζαν.
- Γκρέντνικ: Ήταν ένα κομμάτι υφάσματος λευκού χρώματος που το φορούσαν πάνω από το πουκάμισο (κάτι σαν σαλιάρα) που έδενε πίσω από το λαιμό. Το φορούσαν για να καλύπτει το στήθος.
- Σεγιέ: Αμάνικο καλοκαιρινό ρούχο που έφτανε ως κάτω από το γόνατο , πάνω από το πουκάμισο. Το καθημερινό ήταν από μπλε βαμβακερό -πλάτνο- υφαντό, ενώ το επίσημο από μπλε σκούρη τσόχα. Γύρω γύρω είχε κέντημα «γαϊτάνι-σιρίτι-βελόνι» και στο πάνω μέρος κούμπωμα.
- Λεμπεντέ: Γιλέκο με μανίκια. Το καθημερινό ήταν από μπλε βαμβακερό -πλάτνο- υφαντό με τα μανίκια από αγοραστό ύφασμα με κίτρινες-μαύρες ή μπλε-μαύρες ρίγες ενώ το επίσημο από μπλε σκούρη τσόχα.
- Κλασνίκι : Χοντρό , μάλλινο μαύρο υφαντό, αμάνικο. Το φορούσαν στα κρύα, πάνω από τα ρούχα. Ήταν μακρύ, κάτω από το γόνατο. Γύρω γύρω είχε ραμμένο γαϊτάνι.
- Ποδιά-σκούτνικ: Η καθημερινή ποδιά ήταν μάλλινη υφαντή με ρίγες σε χρώματα μπλε, μαύρο, βυσσινί ή πράσινο. Ανάλογα με την ηλικία των γυναικών τα χρώματα είναι πιο σκούρα στις μεγαλύτερες και πιο ανοιχτόχρωμα και έντονα, στις νεώτερες . Η πιο επίσημη ήταν καρό υφαντή ή αγοραστή με πολύ ψιλό μαλλί βυσσινί, κόκκινο, πράσινο. Γύρω γύρω είχε ραμμένο γαϊτάνι. «Ρέσνο» λεγόταν το κορδόνι που έδενε από πίσω την ποδιά.
- Κάλτσες- τσουράπι: Ήταν λευκές-μάλλινες πλεγμένες με τέσσερις βελόνες.. Στο πάνω μέρος το πλέξιμο ήταν σα λάστιχο και κάτω από το λάστιχο είχε μπορντούρα με μπλε και βυσσινί χρώμα. Η φτέρνα και τα δάχτυλα είχαν χρώμα μπλε ή βυσσινί.
- Παπούτσια: Συνήθως φορούσαν δερμάτινες παντόφλες και τερλίκια
- Ζώνη-κουλάνι: χειροποίητη ζώνη με χάντρες πολύχρωμες (κόκκινες, πράσινες, πορτοκαλί, άσπρες, μαύρες) ενισχυμένη με μαύρη τσόχα.
ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ
- Πόες: πόρπη ασημένια ή μπρούτζινη που έμπαινε μπροστά στη ζώνη και φοριόταν τις γιορτές.
- Αλυσίδα- κόπτσε: αποτελούνταν από μια καρφίτσα ασημένια που καρφίτσωνε το πουκάμισο στο λαιμό και δυο κομμάτια ασημένιας αλυσίδας που και έφταναν ως πίσω στο σεγιέ και κούμπωναν στη μέση στο ύψος της ποδιάς.
Τραγιάσκα: καπέλο τσόχινο μαύρου χρώματος
Πουκάμισο: λευκό υφαντό από βαμβάκι, χωρίς γιακά
Γιλέκο: ήταν από τσόχα, μπλε σκούρη. Κούμπωνε σταυρωτά στο πλάι με «κοπτσιά»
Αντιρέ: Γιλέκο με μανίκι, από τσόχα ή ψιλό μάλλινο ύφασμα «γκρίς». Φοριόταν πάνω από το γιλέκο.
Σαλβάρι- γκρίντσε: βράκα από σκούρο μπλε τσόχα ή μαύρη μάλλινη για το χειμώνα. Το καλοκαίρι φορούσαν βαμβακερή υφαντή «πλάτνο» σε μπλε χρώμα.
Ζώνη-πόες: ζωνάρι από ψιλό μαλλί χρώματος βυσσινί για τους νέους, μαύρο, μπλε και άσπρο για τους μεγάλους.
Κάλτσες- τσουράπι: μάλλινες πλεκτές μαύρες ως το γόνατο. Σαν κάλτσες φορούσαν και τα «καλτσούνια». Ύφασμα άσπρο μάλλινο χοντρό και έπιανε στο πλάι με «κοπτσιά». Έφτανε ως το γόνατο.
Παπούτσια- τσαρούχια: Η σόλα ήταν από δέρμα σκληρό. Τα πλαϊνά από μαλακό δέρμα. Μπροστά είχε «γλώσσα» που έδενε το πόδι με λουρί. Είχε και δερμάτινο κορδόνι πoυ έδενε μέχρι τη γάμπα.