Άρμεν Κούπτσιος
Ο Άρμεν Κούπτσιος γεννήθηκε στον Βώλακα Δράμας το 1885. Λόγω έλλειψης στοιχείων στα δημοτολόγια, υπάρχει σύγχυση σχετικά με τα ακριβή στοιχεία των γονιών του. Το πιθανότερο είναι ο πατέρας του να λεγόταν Άρμεν Άρμεν Κούπτσιος και η μητέρα του Ελένη (αγνώστου γένους). Είχε αδελφό τον Προκόπη Άρμεν Κούπτσιο που γεννήθηκε στον Βώλακα το 1880.
Ο Άρμεν Κούπτσιος ήταν μεταξύ αυτών που εντάχθηκαν στην ένοπλη ομάδα του Βώλακα κατά της δράσης των Βούλγαρων Κομιτατζήδων, υπό την καθοδήγηση του Δημητρίου Βογιατζή, δάσκαλο από την Προσοτσάνη, που τον τοποθέτησε εκεί ο μητροπολίτης Δράμας εθνομάρτυρας Χρυσόστομος. Η συμβολή του Άρμεν στον Μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή της Δράμας ήταν σύντομη μεν αλλά καθοριστική. Τον Σεπτέμβριο του 1905 ο Χρήστος Βογιατζής (αδελφός του Δημητρίου) τον Άρμεν Κούπτσιο μαζί με τον Νικόλαο Μαυρουδή τους παρουσίασε στον Στρατή Σπληναρίδη (πρόκειται για τον Υπολοχαγό Κων/νο Νταή, που βρισκόταν καλυμμένος πίσω από την ιδιότητα του διευθυντή του σχολείου Προσοτσάνης για να οργανώσει τον ένοπλο αγώνα), για να τους εντάξει στο Κέντρο Δράσεως Προσοτσάνης. Δεν ήξερα καλά τα ελληνικά και ίσως γι’ αυτό στην αρχή δεν έγινε δεκτός από τον Κων/νο Νταή, παρά μόνο μετά από παρέμβαση του Χρήστου Βογιατζή. Ήταν ευκίνητος, ρωμαλέος, ταχύς, θαρραλέος, ατίθασος αλλά και καλοσυνάτος, με βαθειά πίστη στην ορθοδοξία και στην πατρίδα. Ανέπτυξε σημαντική δράση και κατάφερε σε πολύ νεαρή ηλικία να γίνει το φόβητρο του βούλγαρων κομιτατζήδων στην περιοχή. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο εθνομάρτυρας μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος τον θεωρούσε πρωτοπαλίκαρό του. Όλες οι επικίνδυνες αποστολές ανατίθονταν σ’ αυτόν και την ομάδα του.
Στις 2 Ιουλίου 1906 ο Άρμεν Κούτσιος μαζί με τους Χρήστο Βογιατζή από την Προσοτσάνη και Πέτρο Μάντζα από το Παλαιοχώρι Καβάλας, διατάχθηκαν από το Ελληνικό Κέντρο Δράσης, να σταματήσουν τη δράση του Κομιτατζή Πλάτσεφ. Αυτοί, του έστησαν καρτέρι κοντά στο σημερινό χωριό Μυλοπόταμο Δράμας και τον σκότωσαν. Οι πυροβολισμοί όμως έγιναν αντιληπτοί από Τούρκο αγροφύλακα, ο οποίος συνέλαβε με ύπουλο τρόπο τον Άρμεν Κούπτσιο και τον παρέδωσε στις τουρκικές αρχές στη Δράμα. Οι υπόλοιποι κατάφεραν να διαφύγουν. Ο Άρμεν οδηγήθηκε στις φυλακές του Επταπυργίου Θεσσαλονίκης και καταδικάστηκε σε θάνατο από το ειδικό Στρατοδικείο. Στο μεταξύ το Βουλγαρικό Κομιτάτο, συγκέντρωσε υπογραφές από 33 χωριά της ευρύτερης περιοχής και διαβεβαίωνε τους Τούρκους πως μόνο δια της θανατικής ποινής του Άρμεν θα σταματήσουν οι ταραχές. Παρά τις προσπάθειες του Ελληνικού Κέντρου Δράσης για να τον αποφυλακίσει ή να μετατρέψει τη θανατική ποινή σε ισόβια, δεν επετεύχθη. Στη συνέχεια, ο Άρμεν οδηγήθηκε στις φυλακές της Δράμας. Αποφασίστηκε από το Ελληνικό Κέντρο Δράσης να στηθεί ενέδρα και να τον αρπάξουν από τα χέρια των Τούρκων όταν θα τον πηγαίνουν στον τόπο της εκτέλεσης. Δυστυχώς το σχέδιο προδόθηκε και άλλαξε η διαδρομή την τελευταία στιγμή. Έτσι, την 14η Σεπτεμβρίου 1907 απαγχονίστηκε στον πλάτανο της πλατείας της Δράμας, σε ηλικία μόλις 22 ετών. Ούτε εκείνη τη στιγμή ο Άρμεν δεν δάκρυσε, δεν λύγισε απέναντι στους δήμιούς του. Το σώμα του παραδόθηκε για ταφή στους γύφτους, μετά από τρεις ημέρες που κρέμονταν για παραδειγματισμό. Έτσι, πέρασε στο πάνθεο των μεγάλων Μακεδονομάχων αγωνιστών.
Προς τιμή του έχουν γραφτεί ποιήματα και δημοτικά τραγούδια. Η προτομή του Άρμεν Κούπτσιου κοσμεί την πλατεία του Βώλακα (από το 1956) και την πλατεία της Δράμας, στο σημείο που απαγχονίστηκε (από το 1967).
ΑΡΜΕΝ (τραγούδι)
Το μάθατε τι έγινε στης Δράμας την αγορά,
κρεμάσανε τον Άρμεν, τον Άρμεν, στην άτιμη θηλιά.
Τούρκοι τον εκρεμάσανε, Ρωμιοί τον κλάψανε,
θελήσαν να τον θάψουν, τον θάψουν, Τούρκοι δεν άφησαν.
Σαν το ‘μαθε η μάνα του στα μαύρα ντύθηκε,
σαν τ’ άκουσε του Άρμεν πατέρας μαχαίρια ζώστηκε.
Τον Άρμεν κι αν κρεμάσανε στην άτιμη θηλιά,
το αίμα του χαλάλι, χαλάλι για την ελευθεριά.
ΝΑ ΔΕΙΣ ΓΙΑΓΙΑ (τραγούδι)
Να δεις γιαγιά καλέ να δεις γιαγιά
να δεις καλέ γιαγιά τον εγγονό σ’
σ’ εννιά χωριά γιαγιά τον κυνηγούν
στο δέκατο χωριό τον πιάσανε.
Τον Κούπτσιο τον επιάσανε γιαγιά
τον επιάσανε γιαγιά στο Τουρκοχώρ’
και παν’ καλέ να τον κρεμάσουνε
στη Δράμα βρε γιαγιά στην πλατεία.
Στην πλατεία γιαγιά στον πλάτανο.
κρεμάσανε γιαγιά τον Κούπτσιο μας.
Τον κρεμάσανε γιαγιά τον κρεμασάν
τον κρεμάσανε γιαγιά οι Τούρκοι.
ΑΡΜΕΝ (ποίημα)
Από αμούστακο παιδί, εγκάρδια λαχταρούσες
η σκλάβα μάνα σου να δει, τη λευτεριά ώσπου ζούσες.
Μέσα σου κόχλαζε η ορμή, η ανδρεία και το σθένος
για της πατρίδας την τιμή, οπλίστηκες με μένος.
Γέννημα θρέμμα κλεφτουριάς, του Βώλακα βλαστάρι
έμβλημα της λευτεριάς, της Δράμας το καμάρι.
Την αδικία τη σκλαβιά, ν’ αντέξεις δεν μπορούσες
τη μαύρη μοίρα του ραγιά, εσύ δεν συγχωρούσες.
Εντύθηκες στα άρματα και τα βαριά τσαπράζια
να πλήξεις τα καθάρματα, να υψώσεις τη γαλάζια.
Ήσουν στον Μακεδονικό Αγώνα συ μπροστάρης
παιδί αμούστακο γλυκό, μόλις δεκαοχτάρης.
Πρωτοπαλίκαρο εσύ, του Καπετάνιου Τζιάρα
του Δούκα ήσουνα χρυσή, ελπίδα και λαχτάρα.
Μέσα στης μάχης τη φωτιά, ριχνόσουν σαν λιοντάρι
πάντα κρατούσες την πρωτιά, είχες μεγάλη χάρη.
Εσύ ‘σουν Άρμεν σταυραετός, στις ρεματιές στα δάση
του ένδοξου αγώνα εκλεκτός, σε ολόκληρη τη φάση.
Η λεβεντιά σου ηλέκτριζε, τα άλλα παλικάρια
κι η τόλμη σου τους κέντριζε, γινόντανε λιοντάρια.
Του Κρούμου οι δόλιοι του Βορρά, ζητούσαν ευκαιρία
να πιουν το αίμα σου βορά, σαν τ’ άγρια θηρία.
Έγινες Άρμεν φόβητρο, των Τούρκων και Βουλγάρων
εγκρέμισες το γόητρο βανδάλων και βαρβάρων.
Καραδοκούσανε συχνά, την κάθε κίνησή σου
για να πετύχουν τα ελεεινά, την εξαφάνισή σου.
Κι ο ιεράρχης ο σεπτός, της Δράμας ο Δεσπότης
σε σένα ήταν λεπτός, φερόταν ως ιππότης.
Τη λεβεντιά σου γνώριζε, την άκρατη ευτολμία
γι αυτό και σε προόριζε, για κάθε τρικυμία.
Σε σένα έδωσε εντολή και στον μικρό Χριστάκο
τη δύσκολη αποστολή, να σκίσετε τον δράκο.
Στο Μυλοπόταμο μαζί, με ζήλο και με ζέστη
έφοδο κάνατε αστραπή, να πιάσετε τον μπαμπέση.
Τον γιο του Τούρκου τσιφλικά, ν’ αφήσει τη δασκάλα
τη διδαχή στα Ελληνικά, τη μικροξανθομάλλα.
Οι Βούλγαροι σας πρόδωσαν κι οι Τούρκοι σε επιάσαν
στους τσέτες σε παρέδωσαν κι οι αγροίκοι σε κρεμάσαν.
Στον πλάτανο σε κρέμασαν, στης Δράμας την πλατεία
αφού μπροστά σου πέρασαν, όλη την αγυρτεία.
Ο Βώλακας σε θρήνησε, σε έκλαψε η Δράμα
η Προσοτσάνη ρίγησε, για το φρικτό σου δράμα.
Εις τους γονείς σου πότισες, φαρμάκι δηλητήριο
κι ευθύς επυροδότησες στον τόπο εγερτήριο.
Σπόρο μεστό και γόνιμο, για την ελευθερία
έσπειρες Άρμεν μόνιμο, εις την Μακεδονία.
Που πότισες με το αγνό, το αίμα της καρδιάς σου
κι έγινε σήμερα τρανή, πρότυπο η λεβεντιά σου.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΛΑΣ
ΠΡΟΣΟΤΣΑΝΗ
ΑΡΜΕΝ (ποίημα)
Από τη Δράμα έφυγαν να παν στην Προσοτσάνη
ο Άρμεν και ο Χριστάκος.
Στο δρόμο όπου πήγαιναν Βούλγαρο συνάντησαν,
μια τουφεκιά του ρίξανε και έπεσε νεκρός.
Τους κυνηγάει η Αρβανιτιά, μιλιούνια οι Τούρκ’ αγάδες,
ο Άρμεν πάει σ’ Ανατολή, στη δύση ο Χριστάκος.
Τον Άρμεν τον επιάσανε στο τουρκοχώρι μέσα.
Τον πιάσανε, τον φέρανε στης Δράμας τα σοκάκια.
Χίλιοι πηγαίνανε μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
κι ο Άρμεν μέσα στην Τουρκιά, λιοντάρι λαβωμένο.
Αμούστακο τον πιάσανε στο Γολγοθά τον πάνε,
μύριοι είναι αυτοί που παν’ εμπρός και μύριοι στο κατόπι.
Σε πλάτανο τον κρέμασαν στης Δράμας την πλατεία,
δάκρυ καυτό δεν κύλισε στις ρόδινες παρειές του.
Άρμεν ήταν στ’ όνομα, του Βώλακα καμάρι,
αγωνιστής της λευτεριάς, ίνδαλμα των Ελλήνων.
Αχνό το αίμα έχυσε, για πίστη, για πατρίδα,
ας είναι φάρος της αυγής, του Κούπτσιου η θυσία.
Ρωμιοί μην το ξεχάσετε του Άρμεν το σχοινί,
γιατί σ’ αυτό οφείλουμε τη λεύτερη ζωή.
Ήρωες σαν τον Κούπτσιο γεννά ο κόσμος τούτος,
γιατί είν’ ναός της λευτεριάς και λίκνο της ανδρείας.
Αλί σ’ όσους θα βουληθούν τη λευτεριά να πνίξουν,
θα βρούνε Κούπσιους αμέτρητους, τα στήθη να προτάξουν.
Δώρο το πλάστη η λευτεριά παίρνεται, δεν κερνιέται,
ποτάμι ανοικτό και το αίμα την ποτίζει.
Άρα στα χείλη που θα πουν μάταιος ο αγώνας,
λήθη τους πρέπει μοναχά, κι αιώνια καταφρόνια.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΡΑΜΑ