Κόττας Δημήτριος (γκαϊντατζής)
Λοιπές δράσεις |
Έσβησε η αχτίδα φωτός του Ιστορικού και πολιτισμικού μας κεφαλαίου.
Χάθηκε για πάντα η γλυκιά και μελωδική φωνή του άσκαυλου, της γκάιντας από την Καλή Βρύση Δράμας. Ο τελευταίος αυτοδίδακτος γκαϊντατζής, ο Κόττας Δημήτρης, δεν είναι πια μαζί μας, έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο στις 26 Μαρτίου, 93 ετών.
Επήγε να συναντήσει τη «ζυγιά» του στη γκάιντα, τον Δημήτρη Μπούτιο, ο οποίος μόλις πριν 13 ημέρες μας είχε κι αυτός αποχαιρετήσει.
Η ιστορική μουσική μας συνέχεια από το απώτατο παρελθόν διακόπηκε αιφνίδια. Το ρολόι της τοπικής μας Ιστορίας σταμάτησε και μαζί μ’ αυτό έχει σταματήσει το μυαλό μας.
Οι φωνές αυτές της ιστορικής γεφύρωσης, της υπέρβασης και του πολιτιστικού εξορθολογισμού δεν θα ακουστούν ποτέ πιά.
Στις 16 Ιανουαρίου 1992 και πριν ξεσπάσει το περιώνυμο «Μακεδονικό», οι λύρες (Τουλούμης Γιώργος και Νίκος) και οι νταϊρέδες (Κιάκος Νικόλας, Παπουτσής Κώστας) Μοναστηρακίου και οι γκάιντες (Κόττας Δημήτρης, Μπούτιος Δημήτρης) και οι νταχαρέδες [Μάρτζιος Άγγελος, Τσακίρης Ιωάννης (απεβίωσε 7-3-2008, 84 ετών)]ÂÂÂÂÂ της Καλής Βρύσης έδωσαν ηχηρό και βροντερό παρόν στην χορευτική εκδήλωση του Λυκείου των Ελληνίδων Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Τα απαγορευμένα, επί δικτατορίας Μεταξά και μετέπειτα ενοχοποιημένα αγαπημένα μουσικά μας όργανα, μπήκανε στο μεγαλύτερο, αξιολογότερο και σπουδαιότερο ελληνικό «μουσικό σαλόνι». Η εκδήλωση εκείνη στο συγκεκριμένο συμβολικό χωροχρόνο είχε εθνική σημασία, αξία και σπουδαιότητα.
Σ’ εκείνη την εκπληκτική από άποψη αισθητικής και ποιοτικής «αίθουσα φίλων της Μουσικής» συνόδευσαν τα βήματα των χορευτών του Λυκείου των Ελληνίδων Αθηνών άψογα, υπερήφανα με ιστορική και πολιτιστική αυτοπεποίθηση, στην εκδήλωση που ήταν αφιερωμένη στα τραγούδια και χορούς της Μακεδονίας μας, η οποία απείχε μακράν από το να θεωρηθεί άλλη μία τυποποιημένη, φολκλοριστική αναπαραγωγή ενός σημαντικού πολιτισμικού φαινομένου. Εκείνες τις ημέρες στις ένδοξες αυτές πολιτιστικές μας στιγμές τους γνώρισα καλά.
Ο Κόττας Δημήτρης ήταν βασικός συντελεστής της επιτυχίας μας αυτής. Η παρουσία αυτή μας έκανε να αντιληφθούμε και να καταλάβουμε, πόσο σημαντική είναι η μουσικοχορευτική μας παράδοση και κληρονομιά καθώς και τα δρώμενά μας και πως έχουμε τη μεγάλη ευθύνη, ως τοπικές κοινωνίες να τα κρατήσουμε ζωντανά στις κοιτίδες τους, επειδή είναι ο μεγάλος άυλος πολιτιστικός θησαυρός της συνέχειας για τον κοινοτισμό, τις αποκεντρωμένες μας κοινωνίες, που ακόμη φιλοτιμούνται, καθώς και την Ελλάδα.
Από τότε και ύστερα αναπτύξαμε μια ιδανική σχέση καθαρότητας, σταθερότητας, φιλίας, εμπιστοσύνης, ειλικρίνειας, εκτίμησης και σεβασμού την οποίαν είχαμε μέχρι το τέλος του βίου του καθώς επίσης και με τους οικείους του.
Ήταν παρόν σε όλες τις εκδηλώσεις, ηχογραφήσεις, γλέντια, δρώμενα και τελετουργίες της Καλής Βρύσης σ’ όλη τη ζωή του ως παραδοσιακός αυτοδίδακτος μουσικός στη «γάϊδα», - έτσι αποκαλούσε ο ίδιος τον αρχαίο άσκαυλο - επίσης υπηρέτησε και διακόνησε το αγαπημένο του χωριό ως Πρόεδρός του.
Μ’ αυτή τη βιωματική του σχέση στη διαχείριση πολλών θεμάτων και ζητημάτων της Κοινότητας αναδείχθηκε κιβωτός εμπειριών, διαδρομών και ιστοριών.
Άξιος κάθε σεβασμού, τιμής και εκτίμησης που απολάμβανε και που απέκτησε εξαιτίας της καθημερινής του αρετής, της στάσης ζωής του, πλήρους ήθους και τιμιότητας, κατέστη η συνείδηση του συλλογικού εαυτού της γενέτειράς του.
Αναλάμβανε υποχρεώσεις για το κοινωνικό τοπικό σύνολο και τις έφερνε σε πέρας με επιτυχία. Ήταν η κορωνίδα προσφοράς, σε μια κοινωνία προσηλωμένη στις τοπικές παραδόσεις.
Είχε λόγο και κύρος ως προσωπικότητα ιδιαίτερα ως μουσικός καθώς συνδύαζε με μια θαυμαστή ισορροπία δυνάμεων το έμψυχο υλικό - τους άλλους οργανοπαίκτες, τους χορευτές, τους τραγουδιστές και τα φωνητικά σχήματα, οι οποίοι, ως ένα ενιαίο, συγκροτημένο σύνολο, στον παραδοσιακό τρόπο απόδοσης του ελληνικού τραγουδήματος αναπαρήγαγαν με εσωτερικότητα αυτό που εθνολογικά ζούσαν και ζουν, και πολλές φορές αναπαράσταιναν μεταφέροντας τους θεατές σ’ ένα ομοιογενές επικοινωνιακά συμβολικό σχήμα.
Όλοι τους άψογοι με εξαιρετικές ερμηνευτικές διαύγειες και με τις μουσικές καταβολές να παίζουν σημαντικό ρόλο, με συντελεστές το σύνολο σχεδόν του αγαπημένου τους χωριού, αλλά με την καθοδήγησή του στην τεχνική και τη μαεστρία, το υπέροχο παίξιμο και τη δωρική ερμηνεία του να τις διαποτίζουν και να δεσπόζουν.
Αποθέωνε τη χαρά της ζωής!
Έφερε μεγάλο φορτίο πείρας γι’ αυτό ήταν σημείο αναφοράς, που οι κοινωνίες έχουν απόλυτη ανάγκη. Προστάτεψε τους μύθους και τις ιστορίες της κοινότητας.
Ήταν ένας ζωντανός χάρτης αναμνήσεων, φαντασίας και ερμηνείας. Αξιόπιστο απόσταγμα γνώσης!
Συνέδεσε το παρελθόν με το παρόν και παρουσίαζε με εύληπτο τρόπο τη διαχρονία, η οποία διέπει τον ελληνικό πολιτισμό, ώστε να μην τη βιώνουμε χωρίς να την κατανοούμε παράγοντας έτσι συλλογικό παλμό ελπίδας για τη συνέχειά μας.
Επέδειξε Ιστορική υπευθυνότητα καθώς ανακαλώντας βιώματα, κατανόησε βαθειά ότι η ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά είναι ένας σημαντικός πόλος, είναι μια προίκα για να ισορροπήσουμε σε κάτι που μοιάζει με μια ελάχιστη συλλογική αυτογνωσία.
Και γι’ αυτό το λόγο συνέβαλε στη διάσωση της γκάιντας ως καθηγητής της στο Μουσικό Σχολείο Δράμας από το 1998 έως το 2002, που πήγαινε τις περισσότερες φορές με το τρακτέρ του. Αντιλαμβανόμενος πλήρως πως τότε ήταν ο κατάλληλος χρόνος για να σμιλευτούν η συσσωρευμένη εμπειρία και τα βιώματα σε γνώση.
Σ’ αυτή του τη διαδρομή εν ζωή δημιούργησε έναν ταυτοτικό ηχητικό διάκοσμο του χωριού του ίσως και ως κυτταρική μνήμη και γέννησε σχολή γκάιντας. Ένας αστείρευτος πλούτος που διατηρείται ακόμη ζωντανός ως διεργασία και εσωτερική διαδικασία στην Καλή Βρύση και σ’ ολόκληρο το νομό Δράμας.
Η αρμονία στη μουσική του είναι ο τρόπος με τον οποίον μπορούμε να την αναγνωρίζουμε και την εντοπίζουμε μέσα από το μοναδικό τοπικό ηχόχρωμα της Καλής Βρύσης, που στο δικό του αποτύπωμα και την επιρροή συνεχίζουν οι νέοι γκαϊντατζήδες.
Η τελευταία μας συνάντηση και συνομιλία ήταν στο σπίτι του και στα Μπαμπούγερα 8 Ιανουαρίου 2019 το μεσημέρι. Μας ξαναθύμισε τι σημαίνει αναγνώριση και αποδοχή της ιστορικής αλήθειας. Οι αγορεύσεις του απολαυστικές και διαχρονικές με ώριμη φωνή νοσταλγίας, που έμοιαζαν να αναδύονται από το πένθος των ερειπίων της άλλης απαγορευμένης εποχής σαν συνειρμοί που μας πηγαινοέφερναν στον χωροχρόνο και την ηρωική στάση ζωής του ως θετικό παράδειγμα.
Δεν έπαυσε ποτέ ως φορέας μιας εποχής, της κατοχικής, που θα έπρεπε να τους έχει συνθλίψει όλους ως οδοστρωτήρας, να της ορθώνεται και εναντιώνεται τόσο πιο αποφασιστικά όσο τον φόβο που μοιράζονταν μέσα στις ίδιες ακριβώς συνθήκες, τις οποίες βίωνε ο καθένας σαν μια προσωπική και, εν πολλοίς μη μεταδόσιμη μοίρα.
Αυτό το βίωμα στο επίπεδο των πολιτικών υποκειμένων παρήγαγε σχεδόν καθολική συναίνεση συχνά σιωπηρή, στην αποδοχή του αναπόφευκτου, δεν παρείχε όμως καμία συναίνεση σε ένα κάποιο σχέδιο για το μέλλον σε μια μαραμένη, αποκαρδιωμένη απόσυρση, αλλά με καρτερικότητα ήταν πάντα από την πλευρά της διεκδίκησης του αυτονόητου ιστορικού και πολιτιστικού χρέους για την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος με αναγνώριση της αλήθειας και αισιοδοξία στη συνέχειά μας.
Η καρδιά του, η ψυχή του, η σκέψη του ήταν ριζωμένες στην πατρίδα του, την Καλή Βρύση, δεν έχανε όμως τη μεγάλη εικόνα για την αναγκαιότητα της διατήρησης της ιδιαίτερης ταυτότητάς της και από την άλλη ήθελε μια λειτουργική συνδεσιμότητα του τοπικού πολιτισμού με τα νέα κοινωνικά και αναπτυξιακά πρότυπα. Η εξωστρέφεια με πολιτιστική αυτοπεποίθηση και με υπερηφάνεια για τον πολιτιστικό μας πλούτο σε αντίθεση με τη φοβικότητα διευρύνει τα όρια και το πλαίσιο αναφοράς μας.
Τελικά ίσως και άθελά σου καταλαβαίνεις πόσα πολλά οφείλουμε στα όνειρα, την προσωπικότητα και τη ζωή των άλλων που πάνω στα ίχνη τους πατάμε.
Δεν υπάρχει ιστορική συνείδηση χωρίς ελπίδα. Αλλιώς αδυνατούμε να φανταστούμε το μέλλον.
Είναι μεγάλη μου τιμή που μπορώ κι εγώ μ’ αυτόν τον τρόπο να κρατώ ζωντανή τη μνήμη ανθρώπων που χάραξαν μια ξεχωριστή πορεία ζωής.
Υπάρχει όμως για όλους τους ανθρώπους η τελεσίδικη ώρα.
Τον ευχαριστούμε για τις αναμνήσεις που απλόχερα μας χάρισε.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε στον ήσυχο τόπο του κοιμητηρίου της Αγίας Μαρίνας Καλής Βρύσης.
Αιωνία ανάπαυση!
Εμείς ορκιστήκαμε να συνεχίζουμε…
Αγαπημένε μας Πρόεδρε, Δημήτρη Κόττα, καλό σου ταξίδι!
Γιάννης Παπουτσής,
Πρόεδρος του «Κέντρου Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας»